Gnossienne No. 2
Αγαπημένη μου,
Σου στέλνω αυτό το γράμμα από το παγκάκι πάνω στην στροφή του λόφου, πηγαίνοντας για το δάσος. Ο ήλιος έχει περίπου μία ώρα που ανέτειλε και η ατμόσφαιρα είναι κρύα και υγρή. Δεν έχω κοιμηθεί από χθες και αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την αϋπνία και να ανέβω εδώ πάνω.
Κάθομαι στο παγκάκι με το εθιμοτυπικό μου τσάι και ένα βιβλίο, του οποίου την πρόζα μάλλον άθελά μου δανείζομαι, μιας και έχω χάσει την δική μου. Παρθενογένεση όμως δεν υπάρχει, οπότε αφήνω τις τύψεις στην άκρη.
Δεν είχα σκοπό να σου γράψω. Που και να είχα, μάλλον θα έγραφα κάτι πολύ θυμωμένο και σκληρό. Όχι επειδή δεν σ’ αγαπώ, ίσως μάλλον το αντίθετο. Εδώ πάνω όμως δεν χωράει ο θυμός. Υποβαθμίζεται μπροστά στο τοπίο, σαν να αποδίδει φόρο τιμής στο βουνό και την αγριάδα του, σαν να περισσεύει και να αποφασίζει από μόνος του να φύγει γιατί έτσι μοιάζει ταιριαστό.
Κι έτσι μένει μόνο ο ήχος από τις ριπές του ανέμου και τα κουδούνια από τα πρόβατα που βόσκουν παραδίπλα. Εγώ συνηθίζω να συνοδεύω την σκηνή στο μυαλό μου με εκείνα τα κουαρτέτα εγχόρδων που σου έβαζα μια στο τόσο και σε νύσταζαν αφάνταστα. Δεν μου είπες ποτέ αν σου αρέσουν τελικά ή όχι, αλλά χαίρομαι που τουλάχιστον σε ηρεμούσαν και σε έπαιρνε ο ύπνος σαν μικρό ελάφι που κούρνιαζε στον ίσκιο ενός δέντρου.
Έχει κατακαθίσει μια λεπτή στρώση πάχνης πάνω στο γρασίδι και στα φύλλα. Μου αρέσει η ησυχία εδώ. Στην αρχή δεν μου άρεσε γιατί είχα συνηθίσει από τις φορές που ανεβαίναμε μαζί και συζητούσαμε. Τότε δεν υπήρχε ησυχία, ακόμα και όταν δεν λέγαμε τίποτα αφουγκραζόμουν τα βήματα και τις ανάσες σου και τους μικρούς μορφασμούς σου όταν έβλεπες κάτι ωραίο και μου εφιστούσες την προσοχή.
Τώρα βέβαια η ησυχία μού δίνει μια απόσταση χρήσιμη, ίσως απαραίτητη. Μου επιτρέπει να επεξεργάζομαι όσα σκέφτομαι και νιώθω χωρίς να τα κατευθύνω πάνω σου. Μπορεί να σου φανεί ανειλικρινές αυτό, αλλά προστατεύει και εσένα από τα δικά μου ξεσπάσματα και εμένα από το να τα καταπιέσω στον βωμό της εκτίμησης που τρέφουμε ο ένας για τον άλλο.
Έχω να σε δω από την κηδεία. Τότε έδειχνες χλωμή και κουρασμένη. Νομίζω περισσότερο σε κούραζε βέβαια το ότι ήσουν αναγκασμένη να κουβεντιάζεις με τις ώρες με άγνωστους μεσήλικες γεμάτους όρεξη για κουτσομπολιό, παρά η κηδεία η ίδια. Ίσως να ήταν πιο εύκολο αν καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι. Θα είχαμε ο ένας τον άλλο σαν κοινωνικό σωσίβιο. Παλιότερα τουλάχιστον θα ήταν έτσι, τώρα δεν ξέρω, ίσως και να έκανε τα πράγματα πιο άβολα.
Σε είδα τις προάλλες σε ένα όνειρο. Πρέπει να ήμασταν σε κάποιο φεστιβάλ ή κάποια συναυλία, καλοκαίρι με τις ζέστες. Σου ήταν στενό το βραχιολάκι εισόδου και προσπαθούσαμε να περάσουμε μέσα από το πλήθος για να πάμε στην είσοδο να σου βάλουν άλλο. Και όπως σπρωχνόμασταν με τον κόσμο, ο αγκώνας μιας κοπέλας έπεσε πάνω στην φωτογραφική μου και την έριξε κάτω. Και άρχισε η κοπέλα να μου ζητάει ξανά και ξανά συγγνώμη, και να σου εγώ να προσπαθώ από την μία να καθησυχάσω εκείνη, από την άλλη να μην χάσω εσένα μέσα στον κόσμο.
Το τσάι μου έχει αρχίσει να κρυώνει και να πικρίζει. Ο ήλιος έχει ανέβει πια αρκετά ώστε να ζεσταίνει τα πάντα γύρω του. Νομίζω ότι κάπου εδώ θα κλείσω το γράμμα, θα διαβάσω λίγο ακόμη και θα πάρω τον δρόμο της επιστροφής.
Ελπίζω να είσαι καλά, με ό,τι κι αν καταπιάνεσαι αυτόν τον καιρό. Έχε πίστη στον εαυτό σου.
Artwork: Στράτος Πολίτης