Μια συνάντηση με το Κακό Συναπάντημα
Στις 25 Φεβρουαρίου ήρθε το Κακό Συναπάντημα στην πόλη της Ξάνθης για ένα μικρό λαϊβάκι σε σχήμα Soundsystem, όπου σε αντίθεση με το full band, το οποίο αποτελείται από 9 άτομα, αυτό αποτελείται από δύο. Πριν από το λάιβ καθίσαμε με το ένα μέλος της δυάδας, τον Στέργιο Μελιδονιώτη, για μία συζήτηση με θέμα την reggae/funk μπάντα τους.
Έρχεστε συχνά στην Ξάνθη, ποια είναι η σύνδεση σας με την πόλη;
Ένα παιδί που ήταν παλιά στην μπάντα, ο πρώτος κιθαρίστας μας, ήταν από την Ξάνθη και σπούδαζα κι εγώ Καβάλα. Όλοι οι φίλοι ήμασταν εδώ γύρω-γύρω και μαζευόμασταν συχνά στην Ξάνθη.
Πως προέκυψε το όνομα; Πως ξεκίνησε η μπάντα;
Ήμασταν δύο διαφορετικά συγκροτήματα και θέλαμε να τα ενώσουμε. Ε, και λέμε όταν θα τα ενώσουμε θα λέγεται «Κακό Συναπάντημα». Τώρα τι να σου πω, δεν το σκεφτήκαμε και πολύ πριν. (γέλια) Τι να σκεφτείς τώρα τι θα πει ο ένας και τι θα πει ο άλλος. Ξεκινήσαμε σαν hip hop/low bap σχήμα, τότε άρχισαν να βγαίνουν ελληνικά ονόματα σε τέτοια σχήματα. Άλλαξαν οι εποχές μετά τη δεκαετία του ’90 με την ελληνική rock σκηνή, Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά και όλα αυτά. Έπαψαν να είναι περίεργα πράγματα αυτά και μπόρεσε να κάνει ο άλλος λίγο πιο «ξεδιάντροπα» ελληνικό rock, ελληνικό hip hop, ελληνικό reggae.
Κάνατε μια στροφή στον ήχο σας. Για πιο λόγο κάνατε αυτή την αλλαγή από low bap σε reggae/dub;
Μόνο του πήγε, δηλαδή δεν το επιλέξαμε. Απλά έγινε. Άρχισε να γίνεται η αλλαγή από μόνη της και περιμέναμε πότε θα το καταλάβουμε κι εμείς. (γέλια) Για μένα το ίδιο πράγμα είναι, άμα θες τη μπάντα θα παίξεις reggae. Άμα θες hip hop, τι τη θες τη μπάντα;
Ποιες ελληνικές σύγχρονες μπάντες ξεχωρίζετε, είτε για συνεργασία, είτε για την γενικότερη τους ποιότητα;
Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν πράγματα. Δεν με νοιάζει να συνεργαστώ με κάποιον ούτε αυτούς τους νοιάζει πιστεύω. Συνήθως, στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας οι συνεργασίες γίνονται κατόπιν παραγγελίας εταιρειών, ας πούμε. Τώρα, αν εμείς κάναμε κάνα κομμάτι με κάνα φίλο είναι γιατί μπορεί να το νιώσαμε, αλλά ούτε αυτό το ζούμε έτσι. Θα κάτσουμε να πιούμε κρασί με κάνα φίλο να γράψουμε κάνα κομμάτι; Όχι. Υπάρχει πρόγραμμα, όταν είναι να γράψουμε κομμάτια, γράφουμε κομμάτια και άμα είναι να πιούμε κρασί με κάνα φίλο, πάμε και πίνουμε κρασί με κάνα φίλο.
Πιστεύω η μουσική σας μπορεί να χαρακτηριστεί έντονα πολιτική. Εμπνέεστε από αυτά που βλέπετε γύρω σας και γράφετε ένα κομμάτι με ένα συγκεκριμένο θέμα κατά νου ή ξεκινάτε να γράφετε και καταλήγετε να εξωτερικεύετε τις σκέψεις σας;
Πιο πολύ προσπαθούμε να έχει ένα συγκεκριμένο θέμα ένα κομμάτι, να αντισταθούμε λίγο στο χάος. Πιο εύκολα διαλύεις κάτι παρά το φτιάχνεις και με την ίδια λογική μπορεί ένα κομμάτι να είναι λίγο από όλα. Αν είναι έτσι, πάει βγάλαμε ένα δίσκο και είναι όλα τα κομμάτια ίδια. Εμείς θέλουμε να έχει το κάθε κομμάτι δική του ταυτότητα και να ανταποκρίνεται στο πως ταυτίζεται μία μερίδα ανθρώπων με αυτό. Δεν γίνεται να τους πιάσεις όλους με όλα τα κομμάτια, αλλά ούτε κι εσύ να νιώθεις όπως δεν νιώθει κανένας, μήπως και πιάσεις κάποιον που αλλιώς δεν θα έπιανες. Μέσα στα πλαίσια του δικού σου χαρακτήρα μπορείς σίγουρα να εντάξεις πολλούς ανθρώπους. Σίγουρα υπάρχει ταύτιση γιατί η κοινωνική αδικία είναι εμφανής σε όλο τον κόσμο και άμα μιλάς γι’ αυτό σίγουρα βρίσκεις συνοδοιπόρους.
Γενικά προτιμάτε να παίζετε σε λάιβ μεγάλων φεστιβάλ, όπως Los Almiros ή σε πιο «οικογενειακά» λάιβ όπως εδώ στην Ξάνθη, Σκύδρα κλπ;
Το κάθε ένα έχει τη φάση του. Αν πεις ότι παίζεις, τότε παίζεις. Δεν έχεις δικαίωμα επιλογής να πεις δεν παίζω στα χωριά, παίζω στις πόλεις. Απλά όσο περισσότερο το κοινό τόσο και πιο μεγάλο το κίνητρο για να γίνει κάτι πιο μεγάλο. Δηλαδή, δεν είναι και ο πολύς κόσμος που φέρνει αυτό, αλλά συνήθως θα σε δει περισσότερος κόσμος, θα υπάρχει καλύτερος ήχος, πιο πολλές δυνατότητες για να αποδώσεις καλύτερα όλη αυτή τη δουλειά που έχεις κάνει, σε σύγκριση με το να παίξεις κάπου και να γίνει ένα παρτάκι σε κλειστό χώρο (που και αυτό θα έχει τη φάση του). Αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την διασκέδαση και όχι τόσο με την ποιότητα θα έλεγα. Για την ποιότητα πρέπει ο άλλος να έχει ένα πολύ καλό ηχοσύστημα και συνήθως αυτά γίνονται σε μεγάλα φεστιβάλ. Δεν είναι και απαραίτητο, όμως, γιατί υπάρχουν και φεστιβάλ που δεν τηρούν τέτοιες προϋποθέσεις. Οπότε, ποτέ δεν ξέρεις. Σίγουρα είναι κίνητρο να παίζεις για πολύ κόσμο απ’ όλες τις απόψεις.
Συνεισφέρετε συχνά σε συναυλίες με πολιτικό/κοινωνικό χαρακτήρα αφιλοκερδώς. Νιώθετε ότι είναι υποχρέωση του καλλιτέχνη να συνεισφέρει και να υποστηρίζει πολιτικά αυτά που πιστεύει; Δηλαδή να επηρεάζει το κοινό του και να αναπαράγει τις ιδέες του;
Ανάλογα την πολιτική που πιστεύει. Γιατί αν πιστεύει στην πολιτική που πρέπει να το πιστεύει έμπρακτα καλό είναι να το πιστεύει. Υπάρχει και πολιτική που δεν πιστεύει αυτά τα πράγματα. Οπότε καλά κάνουν και αυτοί και δεν παίζουν. Να έπαιζε, για παράδειγμα, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης για τις ανεμογεννήτριες στη Σαμοθράκη θα φαινόταν περίεργο (γέλια). Ενώ αν πάει στη ΔΑΠ να παίξει υπέρ της κυβέρνησης κλπ σου φαίνεται πιο λογικό. Άρα, λες ο Μιχάλης Χατζηγιάννης ορθώς κάνει, όπως λες και εμείς ορθώς κάνουμε και παίζουμε. Είναι τι πιστεύει ο καθένας και τι θέλει. Όποτε μπορούμε και περνάει από το χέρι μας να κάνουμε κάτι, το κάνουμε. Είμαστε ευαίσθητοι σε περιβαλλοντικά ζητήματα κυρίως, παρά πολιτικά, γιατί τα πολιτικά δεν είναι και δική μας δουλειά, δηλαδή όλος αυτός ο «θίασος». Ενώ με το περιβαλλοντικά ζητήματα γίνεται κάπως να καθυστερήσεις την κατάσταση, μπας και αλλάξεις κάποια παράμετρο και γλιτώσεις κάτι από καταστροφή. Αυτό έχει πιο μεγάλη σημασία.
Έχετε το full band και έχετε και το soundsystem. Προσφέρει το soundsystem, όπως στην εμφάνιση σας σήμερα, κάτι που δεν μπορείτε να το έχετε όταν είστε όλοι μαζί;
Το σίγουρο είναι ότι μπορείς να πας πολύ εύκολα και να κάνεις κάτι σε ένα πολύ μικρό χώρο. Έπειτα, μπορεί να εκφραστεί όλη η hip hop και low bap επιρροή μας πιο έντονα, γιατί το λάιβ είναι σαν λάιβ hip hop. Ουσιαστικά, είναι ζωντανά τα μικρόφωνα, από πίσω παίζουν τα μπίτια, τα μπάσα και όλα αυτά, επιλέγουμε και τα κομμάτια με κάποιο τρόπο να είναι πιο πολύ αυτά που έχουν hip hop επιρροές και αυτά που είναι πιο reggae τα εντάσσουμε στα λάιβ της μπάντας. Όχι απαραίτητα σε όλο το σετ, αλλά λίγο πιο πολύ το ένα, λίγο πιο πολύ το άλλο, ανάλογα. Μπορούμε με το soundsystem να πάμε και σε μέρη που η μπάντα δεν θα μπορούσε να φτάσει. Αυτό, όμως είχε αποτέλεσμα να μας δουν και το επόμενο καλοκαίρι όταν κάνουν ένα φεστιβαλ στην περιοχή και να μας φωνάξουν εκεί. Και αυτό βοηθάει στο να συνεχίζουμε σαν μπάντα και να μην τρώμε παύσεις λόγω της κατάστασης που παίζει στην Ελλάδα, όπου βλέπεις τα λαϊβάδικα στην επαρχία να κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο. Δηλαδή, αυτό που βλέπεις τώρα και στην επαρχία είναι να κόβουν σε συναυλίες είσοδο. Τώρα το να πληρώνεις 10€ για να δεις μια μπάντα έχει τελειώσει πια, όμως.
Πέρα από τη μουσική με ποιες άλλες τέχνες ασχολείστε;
Θα ήθελα πάρα πολύ να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, αλλά η ασχολία μου μέχρι τώρα είναι για κλάματα (γέλια), δηλαδή «Η εξαφάνιση της αγελάδας» κλπ. Φαίνεται ότι θα μπορούσα να ήμουν πολύ καλός σκηνοθέτης, αλλά δεν το έχω κάνει. Θα ήθελα κάποια στιγμή να γυρίσω μια ταινία.
Ο ήχος σας είναι επηρεασμένος από συγκεκριμένους καλλιτέχνες;
Είναι από όλη τη δεκαετία του ενενήντα και όλη τη μουσική που ακούγαμε, από το ελληνικό rock, το hip hop, το low bap και όλα αυτά. Από Marley μέχρι και πιο εξεζητημένα reggae με ψηφιακά τύμπανα, λίγο πιο disco reggae. Thievery Incorporation, Moby, Massive Attack, Portishead, Lee Scratch Perry .
Το νέο σας άλμπουμ βγαίνει στις 21 Μαΐου. Τι ακριβώς μπορούμε να περιμένουμε;
Είναι κάποια παλιά κομμάτια που τα παίζουμε πρώτη φορά με την μπάντα, που όλο και θα τα ξέρει ο κόσμος από demo. Είναι πολύ επίκαιρα, γιατί άμα γράφεις κάτι στην Ελλάδα δεν αλλάζει τίποτα και είκοσι χρόνια να περάσουν, πάλι σαν καινούργιο φαίνεται. Ειδικά τώρα, γιατί έτυχε να γραφτούν αυτά τα κομμάτια επί Καραμανλή Κωστάκη και τώρα έχουμε Κούλη. Ακόμα πιο γάντι (γέλια). Όχι ότι με τον Τσίπρα δεν θα πήγαινε γάντι, αλλά θα μας το πετούσανε.
Για την συνέντευξη ευχαριστώ πολύ τον Στέργιο Μελιδονιώτη για τον χρόνο και τη διάθεση του, όπως και την Τζένη Ντίκινς που μας έφερε σε επαφή. Επίσης, την Ελένη Θεοχάρη για τις ιδέες και τις ερωτήσεις.
Artwork: Ελένη Θεοχάρη