5 στα 5: Η μουσική
Μουσική, μουσικοί, και οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσα. Ας ρίξουμε μια πιο βαθιά ματιά σε ταινίες που ότι χάνουν ίσως σε αναγνωρισιμότητα, κερδίζουν στην ποιότητά τους. Ταινίες με πρωταγωνιστές μουσικούς, ντοκιμαντέρ από συναυλίες, συμβατικά και αντισυμβατικά μιούζικαλ. Παραγνωρισμένα διαμαντάκια με πολλές διαφορές αλλά έναν κοινό άξονα: την μουσική και την έκφραση του ανθρώπου μέσα από αυτή.
Νούμερο 5: THE SMILING LIEUTENANT (1931)
O Nίκι, ένας σκανδαλιάρης υπολοχαγός στην προπολεμική Αυστρία, είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με την Φρανζί, μια βιολονίστρια. Κατα την διάρκεια μιας βασιλικής εκδήλωσης το φλερτάρισμα του Νίκι προς την Φρανζί παρερμηνεύεται από την επισκεπτόμενη πριγκίπισσα Χόπκινς, η οποία νομίζει ότι απευθύνεται σε αυτήν. Ο Νίκι αναγκάζεται να την παντρευτεί και να ταξιδεψει μεχρι το μικρό της βασίλειο του Φλάουζεντερμ. Η Φρανζί ακολουθεί τον Νίκι για να συνεχίσουν την παράνομη σχέση τους και τα ευτράπελα συνεχίζουν.
Το THE SMILING LIEUTENANT είναι μια εξωφρενική, για τα δεδομένα της εποχής, κωμωδία μιούζικαλ, γεμάτη σεξουαλικά υπονοούμενα και έναν φρενήρη, γοητευτικο ρυθμό. Πόρτες ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα ενώ οι χαρακτήρες ανταλλάσουν έξυπνες ατάκες και τραγουδάνε εύθυμα τραγούδια (πολλές φορές ταυτόχρονα). Ο μιλιταρισμός εμφανίζεται στην ταινία αυτά ως μια ευφορική φάρσα και πολλές φορές αγγίζει την παρωδία των βασιλικών ηθών. Ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας είναι η απρόσμενα μεγάλη σεξουαλική ελευθεριότητα στους χαρακτήρες και ιδιαίτερα στον Νίκι και την Φρανζί.
Η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση κάθε χαρακτήρα. Η πριγκίπισσα Χόπκινς παίζει αρχικά αποκλειστικά κλασική μουσική. Παρά το ομολογουμένως βιρτουόζικο παίξιμο της όμως, αφήνει αδιάφορο τον Νίκι, του οποίου η καρδιά έχει κλαπεί απο την ανέμελη και κεφάτη τζαζ της Φρανζί. Η τζαζ στα πλαίσια εκείνης της εποχής συμβολίζει δηλαδή την νεανικότητα και την ανεμελιά, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο πικάντικο νούμερο της Φρανζί. Στο νούμερο αυτό προτρέπει την πριγκίπισσα να «ζωντανέψει» τα εσώρουχα της με το τραγούδι «Jazz up your lingerie». Αυτό το τραγούδι ορίζει ουσιαστικά και το απελευθερωμένο στυλ κωμωδίας του σκηνοθέτη Ernst Lubitsch, κάτι που ο ίδιος θα συνεχίσει και σε ταινίες όπως το TROUBLE IN PARADISE και το THE SHOP AROUND THE CORNER.
Στην καρδιά της ταινίας υπάρχει η πάλη ανάμεσα στο παλιομοδίτικο και το μοντέρνο. Αυτό εκφράζεται κιόλας και από το γεγονός ότι η ταινία αποτελεί και μία από τις πρώτες ομιλούμενες στο Hollywood, μια εκ φύσεως μοντέρνα ιδιότητα, όπως και η μάχη ανάμεσα στην τζαζ και την κλασική μουσική. Μία δεκαετία μετά ο Ernst Lubitsch θα τελειοποιούσε την τεχνική του με το TO BE OR NOT TO BE, στο οποίο σατιρίζει τον Χίτλερ και τον ναζισμό ενώ ταυτόχρονα κινείται με εξίσου ταχείς ρυθμούς, αλλά φρενάρει την δράση όποτε χρειάζεται να αναγνωρίσει την σκοτεινή πραγματικότητα.
Νούμερο 4: STOP MAKING SENSE (1984)
Μία από τις σημαντικότερες συναυλιακές ταινίες, αλλά ταυτόχρονα και μία από τις πιο άμεσες και εύθυμες κινηματογραφικές εμπειρίες, η συνεργασία του Jonathan Demme (Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ) με την ανορθόδοξη μπάντα Talking Heads αποτελείται μονάχα από μία συναυλία, σε όλη της την διάρκεια, χωρίς συνεντέυξεις ή ανέκδοτες ιστορίες για τα μέλη της μπαντας. Η μουσική μιλάει από μόνη της, ενώ το σετ χτίζεται σε πραγματικό χρόνο, με τα μέλη να βγαίνουν ένα-ένα και να γεμίζουν την σκηνή.
Στην ταινία δεν γίνεται προσπάθεια να κρυφτεί η διαδικασία του κινηματογραφικού μέσου. Δηλαδή, δεν επιδιώκεται η πλήρης βύθιση του θεατή με την επιφανειακή έννοια των εφέ και των «ακροβατικών», αλλά με την ίδια την μουσική και την σκηνή. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση ότι όντως παρακολουθούμε μια συναυλία, με αποτέλεσμα την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο κοινό και δεν βλέπουμε μια τεχνητή παραγωγή. Αφαιρώντας δηλαδή την προσποίηση άλλων συναυλιακών ταινιών, ο Demme καταφέρνει κάτι πολύ εντυπωσιακό και μεταφέρει αυτούσια την εμπειρία μιας συναυλίας.
Επίσης, κάτι σημαντικό που συμβάλλει σε αυτή την εμπειρία είναι η απουσία του κοινού καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, πέρα από το τελευταίο τραγούδι, στο οποίο βλέπουμε το κοινό να έχει σηκωθεί από τις καρέκλες του και να χορεύει έντονα στο ρυθμό της μουσικής. Στην τελική, ακόμα και να μην ξέρεις τους Talking Heads και την μουσική τους, η ταινία, με το αδιάκοπο κέφι της, δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από το να σηκωθείς να χορέψεις κι εσύ.
Νούμερο 3: SONG TO SONG (2017)
Χρησιμοποιώντας σαν φόντο την μουσική σκηνή του Όστιν, Τέξας, ο θρυλικός σκηνοθέτης Terrence Μalick αφηγείται μέσα από την τελευταία του ταινία πολλές πυκνές και ακανθώδεις ερωτικές ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ανθρώπους συναισθηματικά απόμακρους και αποξενωμένους. Σαν ένας σύγχρονος Antonioni, o Malick παρακολουθεί τους χαρακτήρες του να ερωτεύονται και να απογοητεύονται, παραμένοντας όμως πάντα ευάλωτοι και ψυχροί.
Η κάμερα του Malick αιωρείται συνεχώς, σαν να προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τα κινούμενα αινίγματα που είναι οι χαρακτήρες του. Οι εικόνες που δημιουργεί στην πορεία είναι πανέμορφες και θυμίζουν την ερωτική αύρα του πρώτου αριστουργήματος του BADLANDS, μαζί με την συνειρμική ροή των νεότερων ταινιών του. Ο Malick, ενώ παλιά προτιμούσε να σκηνοθετεί λίγες ταινίες με πολύ μεγάλα χρονικά κενά μεταξύ τους, έπειτα από το THE TREE OF LIFE μπήκε σε μια δημιουργική περίοδο που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό στις παραγωγές του και την (ακόμα περισσότερο) αυξημένη ποιητική και κρυπτική παρουσίαση. Αυτή η παραγωγικότητα τον οδήγησε στο να σκηνοθετεί απο μια ταινία σχεδόν κάθε χρόνο, κάτι που βρήκε πολλούς επικριτές. Ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι αυτή η παραγωγικότητα έδωσε στον Malick τη δυνατότητα να αφήσει ελεύθερη την δημιουργικότητα του και να μπει βαθιά στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων του, μελετώντας παράλληλα τις ερωτικές και επαγγελματικές τους αναζητήσεις.
Η ταινία αγνοεί μια συμβατική αφήγηση, αφού ο Malick προτιμά να αφήσει τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών να «ξεχειλίζουν» από το κάθε κάδρο. Κάθε άγγιγμα, κάθε κίνηση μπαίνει στο επίκεντρο, σαν να αποτελεί από μόνη της το πιο σημαντικό συμβάν. Οι χαρακτήρες του SONG TO SONG ζουν κάθε στιγμή αναζητώντας κάτι πιο αληθινό και η μουσική είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της αναζήτησης. Περισσότερο από οποιαδήποτε ταινία, το SONG TO SONG συμπυκνώνει τον ερωτισμό και την συναισθηματική ειλικρίνεια των ταινιών του Terrence Malick και αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές προσθήκες στην φιλμογραφία του.
Νούμερο 2: THE UMBRELLAS OF CHERBOURG (1964)
Στην Γαλλία του 1957 ο νεαρός μηχανικός αυτοκινήτων Γκι Φουσέρ ερωτεύεται την δεκαεπτάχρονη Ζενεβιέβ και μια βραδιά πριν φύγει να πολεμήσει στον πόλεμο της Αλγερίας, την αφήνει έγκυο. Με την απουσία του Γκι, η Ζενεβιέβ, μαζί με την μητέρα της, πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα στην αμφίβολη επιστροφή του αγαπητικού της και στην αποδοχή πρότασης γάμου ενός νέου, πλούσιου εμπόρου.
Στο αριστούργημα του Jacques Demy οι χαρακτήρες δεν σταματούν να τραγουδάνε. Κάθε σειρά διαλόγου ακολουθει την μελωδία, κάτι που, σε συνδυασμό με τα πολύχρωμα σκηνικά και τις γεμάτες ρομαντισμό ερμηνείες, δίνει στην ταινία μια πρωτόγνωρη φρεσκάδα. Ο Demy πλάθει χαρακτήρες αληθινούς, πολυεπίπεδους που έχουν να αντιμετωπίσουν συνεχώς δραματικές καταστάσεις και να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Το γεγονός ότι όλη η ταινία αποτελείται αποκλειστικά από τραγούδια προσδίδει στην δραματουργία της μια ελαφρύτητα και ροή. Ένα στοιχείο που εξυψώνει την ταινία, επομένως, είναι η αξιομνημόνευτη μουσική που παραμένει στο μυαλό ώρες μετά την θέαση της ταινίας.
Πέρα από την πλούσια παρουσίαση της ταινίας είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πολιτική του ίδιου του Demy. Αυτή εκφράζεται μέσα από τον Γκι, που ανήκει στην εργατική τάξη και αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες για αυτό το λόγο. H συναισθηματική αντιπαράθεση για την καρδιά της Ζενεβιέβ είναι η πιο εμφανής έκφραση αυτής της κατάστασης. Ο Demy θα πλησίαζε ξανά το 1982 αυτή την διαμάχη ανάμεσα στις τάξεις με το αρκετά καλό A ROOM IN TOWN, μια ταινία που διαδραματίζεται κατά την διάρκεια μιας εργατικής απεργίας και περιλαμβάνει άλλο ένα διαταξικό τραγικό έρωτα, με χαρακτήρες που και πάλι τραγουδάνε καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Νούμερο 1: UP, DOWN, FRAGILE (1995)
Τρεις δεκαετίες μετά την συμβολική του συμμετοχή στη Nouvelle Vague, ο Jacques Rivette, συνεχίζει να πειραματίζεται με την φόρμα και το περιεχόμενο του κινηματογράφου. Στο UP, DOWN, FRAGILE εφορμώμενος από το μιούζικαλ επιχειρεί πρώτα να το αποδομήσει, με σκοπό να το ξαναφτιάξει με τους δικούς τους όρους. Στο επίκεντρο έχει τρεις κοπέλες, όλες στην προσπάθεια να βρουν τον εαυτό τους, η κάθε μία, ωστόσο, με διαφορετικούς δρόμους να διανύσει. Η Ίντα ψάχνει την χαμένη της μητέρα, η Λουίζ ξυπνάει μετά από χρόνια από βαρύ κώμα και ψάχνει τον έρωτα, η Νινόν μία μικροαπατεώνισσα έχει στόχο την εξιλέωση.
Ο θεατρινισμός του Rivette δεν λείπει ούτε από εδώ, όπως φυσικά και ο αυτοσχεδιασμός των προηγούμενων ταινιών του, ο οποίος μεταφέρεται εδώ με αβάσταχτη ελαφρότητα. O Rivette διαποτίζει την αφήγηση του με στοιχεία ρομαντισμού, συνομωσιολογίας και μυστηρίου σε όλη την διάρκεια των παραλίγο 3 ωρών της ταινίας. Ωστόσο, αν και η διάρκεια είναι μεγάλη, χάρη στην δομή της ταινίας, ο χρόνος περνάει ταχύτατα. Ταυτόχρονα, βυθιζόμαστε στην πλοκή ακόμα περισσότερο και μπαίνουμε στο ρυθμό της ευκολότερα.
Αν και μιούζικαλ, το UP, DOWN, FRAGILE αργεί να αποκτήσει το πρώτο μουσικό νούμερό του. Συνειδητοποιούμε ότι παρακολουθούμε μιούζικαλ στη μία ώρα και κάτι, όταν σταματάει ο διάλογος και οι χαρακτήρες παραδίδονται σε μια παρατεταμένη χορευτική κίνηση. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε και την αποδόμηση του μιούζικαλ καθώς όταν ξεκινάνε τα (ομολογουμένως ελάχιστα) μουσικά νούμερα, εκεί που σε άλλες ταινίες η μεταφορά από την κανονική πλοκή στο νούμερο είναι αστραπιαία ή με μία κίνηση, ο Rivette επιμηκύνει την διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο φροντίζει να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στη μεθοδολογία ενός μιούζικαλ, παρά στην καθολική απόδοση των κανόνων του. Τον Rivette τον ενδιαφέρει περισσότερο η ιδέα ή η έννοια μιας κίνησης και το τι θελει να μεταφέρει ο χαρακτήρας με τη χρήση της, παρά η ρεαλιστική υλοποίηση της.
Αν και ο Rivette ενδιαφέρεται πάρα πολύ για την κίνηση και το ανθρώπινο σώμα, η προσοχή του στρέφεται εξίσου και στον ίδιο τον χώρο, με ύστατο πρωταγωνιστή το Παρίσι. Όπως και στο PARIS BELONGS TO US και στο δεκατετράωρο έπος του OUT 1, o Rivette χρησιμοποιεί το Παρίσι με έναν τρόπο που τονίζει την ομορφιά και τον μυστικισμό του. Το Παρίσι εδώ είναι ένας καμβάς στον οποίο οι αναζητήσεις των τριών δυναμικών γυναικών διαπλέκονται και ξεκαθαρίζονται.
Κάθε πλάνο της ταινίας είναι εμποτισμένο με έναν δυναμισμό που κρύβεται, κυρίως, στην αψεγάδιαστη δομή των εικόνων. Οι εικόνες, δηλαδή, δουλεύουν ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα, τόσο στο καθαρά οπτικό (ο τρόπος που η κάμερα γλιστράει παιχνιδιάρικα ανάμεσα στους χαρακτήρες) όσο και στο θεωρητικό (η επικοινωνία των κάδρων με την πλοκή). Το δεύτερο επίπεδο γίνεται πιο εμφανές στις στιγμές του χορού, όταν η χορογραφία αντικατοπτρίζει σε κάθε στιγμή τον συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του ταινία ο Rivette παραμένει περιπετειώδης και μοναδικός. Το UP, DOWN, FRAGILE είναι ένα αριστούργημα που κατορθώνει να είναι διασκεδαστικό και επαναστατικό στον φορμαλισμό του, ενώ συγχρόνως βοηθά στην εδραίωση του Jacques Rivette ως έναν κινηματογραφιστή που δεν σταματά ποτέ να πειραματίζεται.
Artwork: Ξένια Παραστατίδου