Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 6
Επεισόδιο 6 - Όλες οι μικρές μας λέξεις
Ανδρέας
“Μόνο εσένα, μόνο μόνο μόνο, Απαιτώ”*
“Άλλη μια φορά θα σου το πω, όπου και να είσαι πάνω σου θα τρέχω”
“Άντε γαμήσου και χάσου, πουτανίτσα φτιαγμένη στο Γαίηλ, θα κτενίσω τη νύκτα με κοκταίηλ μολότωφ τα μαλλιά σου,
με μολότωφ κοκταίηλ”
“Τώρα σε μισώ, γιατί δεν μπορώ να σε’ χω”
“Σε μισώ, Σε μισώ”
Μα πάνω απ’ όλα μισώ τον εαυτό μου που επένδυσα χρόνο. Χρόνο συλλογιζόμενος για το πως θα σε ρίξω ΠΑΛΙ, θα σε γδύσω ΠΑΛΙ, θα σε γλείψω ΠΑΛΙ. Χρόνο για το πως φαντάστηκα. Το πως φαντάστηκα να σε τυλίγω και να σε σκεπάζω με πετσέτα, όταν θα βγαίνεις από το νερό, αναδυόμενη γυμνή Αφροδίτη, σε ερημική παραλία που θα έχω μόλις εφεύρει, με τρόπο που ο άμοιρος ο Botticelli δεν είχε καν ονειρευτεί. Και πως λίγο πριν μοιραστούμε την απόλαυση, και οι σάρκες μας βρεθούν ξανά εκτεθειμένες, απ’ όλη τη σφιχτή και απαλή ολότητά τους, η κλείδα σου είναι εκείνη που θ’ αποθεώνεται στον ισχνό φωτισμό. Το ρίγος του ενός θα αντικρουότανε με το ρίγος του άλλου, και θα’ μουν τόσο δυνατός ώστε θα διάβαζα τη σκέψη σου. “Στ’ αυτιά μου ν’ ανασαίνεις ΘΕΛΩ”. Πως είχα την αίσθηση ότι ήταν αναγκαίο αυτό το φιλί σήμερα στις δώδεκα και τέσσερα κάτω από το αυτοσχέδιο γκι του δωματίου μου. Ένα αμάλγαμα από πιτσιλιές του Pollock και χρώματα του Matisse. Πως περνώντας την άνοιξη μαζί θα μας δινόταν “μια εξήγηση για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον”. Την εποχή που οι αποχρώσεις του πορφυρού και του καφέ θα διαδέχονταν εκείνες του υγρού και του γκρίζου, την ώρα που ο ήλιος θα έπεφτε πάνω στα παλιά αρχοντικά αυτής της πόλης. “Θα” ζούσαμε “και εμείς το ρίσκο μας, στην Πατησίων και στο San Fransisco μας”. Πως η φαντασία μου είχε καλπάσει μαζί σου ακόμη και στην εαρινή ραστώνη. Τότε που θ’ αντιλαμβανόμουν ότι η ανάβαση για το μονοπάτι του Φονιά είναι καλύτερη στις εννέα το πρωί. Τότε που θα σκοντάφτω ατσούμπαλα και εσύ απρόσμενα θα με σηκώνεις. Πως η έκφραση “πεταλούδες στο στομάχι”, δεν θα ήταν μονάχα τετριμμένη αλλά ανεπαρκής, για να περιγράψει το κοφτό αναγούλιασμα που θα ένιωθα όταν θα σε ξανάβλεπα. Θα απέφευγα ενίοτε κάθε προσπάθεια να σενιαριστώ αστραπιαία, σε κάθε τυχαία και αμήχανη συνάντηση μας. Πως μας είχα ορίσει εκλεκτούς, ότι θα βρίσκαμε το μοναδικό αντίδοτο στην πλήξη. Προσποιούμενοι τα "παιδιά που ορίζουν το τέλος”, διωκόμενοι απ’ “όλο αυτό” το ευχάριστο “που ποτέ δεν τελειώνει”.
Πως είχα πείσει τον εαυτό μου ότι θ’ ανεχόμουν μαζί σου τα πάντα. Τις πολύωρες πρόβες σου με την κιθάρα, τους Magnetic Fields, τις ταινίες του Dolan, τη μαρμελάδα μύρτιλο, τα “Φθηνά Τσιγάρα”. Και εσύ με τη σειρά σου θ’ ανεχόσουν πολλά. Τις στάχτες σκορπισμένες από εδώ και από κει, την αναβλητικότητα μου, το γεγονός ότι θα σε αποκαλώ περιπαιχτικά “φασαία”.
Ήταν τόσο παραίσθητα όλα αυτά, που ούτε που πρόλαβα να φανταστώ το τέλειο μέρος με τα ονόματά μας χαραγμένα. Ανδρέας και Σοφία. Σοφία και Ανδρέας. Σχεδόν ωραία. Σχεδόν κοινότυπα. Λες κι αν τα είχαμε διαλέξει , θ’ άλλαζε κάτι. Και αυτή η πίκρα, όλο αυτό το τσούξιμο το σημερινό, δε θεραπεύεται ούτε με το ωραιότερο γλύκισμα που μονάχα γι’ αυτό έχω αποφανθεί ποιο είναι. Ένα καλτσόνε, πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρη και μέσα του λάβα, καθώς το κόβεις να ρέει το μασκαρπόνε με τη λιωμένη κουβερτούρα. Ανάθεμα τα ζωικά λίπη και την πιτσαρία της γειτονιάς που μόλις έκλεισε.
“Πάλι καλά που ακόμα δεν σε ξέρω, σκέψου αν σ’ ήξερα πόσο ακόμα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω”.
“Αποχαιρέτα την” λοιπόν, “την Αλεξάνδρεια που φεύγει”.
Κι αν όλα αυτά τα μελό και τα γλυκανάλατα που δεν είναι της παρούσης, τα συνόψιζα σε μια φράση. “θυμάμαι στα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο”. Όλα αυτά που δεν ταιριάζουν με την περίσταση. Όλα αυτά που συναντάς σε έρωτες κινηματογραφικούς, σε αυτούς που χορεύουν και φιλιούνται και ερωτοτροπούν με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και μ’ έναν απαράμιλλο συγχρονισμό. Όλα αυτά που διάβαζε η Έμμα η Μποβαρύ και την ώθησαν να κάνει το μετέωρο βήμα.
“Πάλι καλά που πλέον δεν με νοιάζει, σκέψου αν μ’ ένοιαζε πόσο ακόμα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω”.
“Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.
“Μα εγώ εγώ σου λέω, σου λέω, εγώ σου λέω, δεν είμαι το τέρας”. Και να ξέρεις πως σε εκτιμώ και πως σε σέβομαι, παρ’ όλον αυτόν το σαματά. Γιατί από εδώ και μπρος θα δώσουμε έμφαση στη δύναμη της νιότης, προτού βυθιστούμε και συρθούμε άκαυλοι σ’ αυτό το πανηγύρι που λέγεται ζωή. Πορευόμενοι μες την αβεβαιότητα και την αμφιβολία. Γιατί πρωτίστως με τρομάζουν οι κανόνες και οι βεβαιότητες και τα μεγάλα λόγια παρά το γεγονός ότι απόψε δεν κοιμόμαστε αγκαλιά.
Και απ’ όλα αυτά τα λογικά και παράλογα, τα επιτρεπτά και ανεπίτρεπτα, απ’ όλες αυτές τις σκέψεις που με πλημμυρίζουν, στέκομαι σε αυτές εδώ τις σκόρπιες λέξεις.
Ενσυναίσθηση
Σεβασμός
Συναίνεση
Αμοιβαιότητα
Όλα αυτά καθώς προσπαθώ να κατευνάσω το Νάρκισσο μέσα μου, καθώς είμαι “α! Στουπί στο μεθύσι”. “Στουπί στο μεθύσι”.
Χρόνια σου πολλά! Καλά Χριστούγεννα!
Ενδεχομένως κάποια άλλη στιγμή!
https://www.youtube.com/watch?v=1uQFlNa1Dk0&ab_channel=TheMagneticFields-Topic
* Ότι είναι σε bold και εισαγωγικά είναι στίχοι, ανακατεμένοι και μη, μελοποιημένοι και μη. Στίχοι των The Boy, Ηλία Λάγιου, Ησαΐα Ματιάμπα, Νίκου Καρούζου, Παύλου Παυλίδη, Κ.Βήτα, Κ.Π. Καβάφη και Nalyssa Green.
Σοφία
Αλήθεια δεν ήξερα πως να του το πω. Και τι να του πω;
Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει, δεν είναι ότι δεν περνάω ωραία, δεν είναι ότι δεν τον κοιτάω και χάνομαι, αλλά είναι πάνω από εμένα. Και όλα τα άλλα που νιώθω...Στο background ακούγονται τα γέλια από μια χριστουγεννιάτικη σειρά. Ίσως αυτό να ήθελα να ζήσω, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, στολισμένα λαμπάκια, ζεστή σοκολάτα και εσένα.
Απομόνωσα τις φωνές στο κεφάλι μου για να μην της ακούω, έριξα τους τοίχους μου και σε πλησίασα.
Το τελευταίο που θυμάμαι είναι εσύ, εκεί μαζί δίπλα δίπλα, χέρια μπερδεμένα, ρούχα πεταμένα, με είχες τοποθετήσει πάνω σου, η μουσική έπαιζε, από πίσω η ανάσα σου ήταν στο λαιμό μου. Μπορεί να ήταν όλα ιδανικά. Μου είχες βγάλει ήδη την μπλούζα και είχαμε ξεκουμπώσει ήδη το παντελόνι σου.
Ήθελα να το κάνω να λειτουργήσει, αλήθεια σου λέω. Δεν με ακούς όμως, δεν με ακούς και σου φωνάζω... Δεν με ακούς και μου φωνάζεις. Μένει η αμηχανία και εμείς γυμνοί. Δε με είχε δει κανένας άλλος έτσι. Ένιωθα εκτεθειμένη. Αυτό είναι που θυμάμαι, εμένα να φωνάζω, εσένα να φωνάζεις, να κλαίω, όλα μπερδεμένα και θολά. Το τι έγινε εκείνη την μέρα έχει μπερδευτεί με τα ρούχα που είναι πεταμένα στο πάτωμα.
Κάνω πίσω τα μαλλιά μου, λες και θέλω να κάνω πίσω τον χρόνο σαν να μην έχει συμβεί τίποτα από όλα αυτά.
Δεν με ακούς όμως και δεν με πιστεύεις και εγώ δεν μπορώ να κάθομαι άπραγη επειδή εσύ δεν θέλεις να μου μιλήσεις, να εκφραστείς, να με καταλάβεις. Με πονάς. Δεν το ακούς;
Σταμάτησες να μιλάς, έμεινες να με κοιτάς, δεν με καταλαβαίνεις. Ούρλιαζα μέσα μου, ίσως το άκουγες και εσύ. Μετά από τις φωνές ήθελα μόνο να σε αγκαλιάσω, ήμουν αδύναμη, υπήρχαν και άλλες φιγούρες γύρω. Δεν ήταν ότι δε σε ήθελα, όχι όμως με αυτόν τον τρόπο.
Μέρα με την μέρα όλα, γίνονται θαμπά μέσα μου, ένα τεράστιο κουβάρι από συναισθήματα.
Κάθομαι αναπαυτικά από πίσω, συνεχίζονται τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και εγώ είμαι ακόμη πιο χαμένη στις δικές μας χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις.
Πάρε με αγκαλιά, κρυώνω, σου ψιθύρισα στο παγκάκι, με φίλησες στο μέτωπο, τα σώματα θυμούνται. Δεν περάσαμε και λίγα, μετρούσαμε τα αστέρια, γελούσαμε υποτονικά, κλαίγαμε με ένταση. Μπορεί να σου γκρίνιαζα λίγο, χαριτολογούσες με τις ανησυχίες μου, είναι όμως τόσο κρύα εδώ. Μείνε... Όχι εσύ... εσύ που ήρθες τόσο απροσδόκητα και με αναστάτωσες. Με πονάς όμως το καταλαβαίνεις, με κοιτάς με τέτοιο τρόπο, λες και τα δημιουργώ όλα εγώ. Μπορεί να έβαλα τίτλους τέλους εγώ αλλά είχες και εσύ ρόλο. Δεν είναι όλα τόσο ωραία σκηνοθετημένα.
Η σοκολάτα μου τελείωσε, τα λαμπιόνια ακόμα φωτίζουν, το βιβλίο που κρατάω είναι ακόμα στην ίδια σελίδα και εγω προσπαθώ να καταλάβω που έχω κάνει λάθος.. Και γιατί σε δικαιολογώ και ψάχνω να ρίξω το φταίξιμο σε εμένα. Κάτι με τρώει μέσα μου, δεν φταίω μόνο εγώ. Δεν έκανες ένα βήμα πιο κοντά μου. Έτρεχα να σε γνωρίσω και εσύ απλά μου φώναζες ότι δε σε φτάνω.
Έλα δίπλα μου, να ξαπλώσουμε λίγο, να μου ψιθυρίσεις τα όνειρα σου και εγώ να σου φωνάξω τα δικά μου. Να μιλάμε για ώρες, να βλέπω την λάμψη των ματιών σου και εσύ να χαζεύεις το λακάκι στο μάγουλο μου που εμφανίζεται κάθε φορά που ενθουσιάζομαι με κάτι καινούριο που λες.
Να καταλάβεις σου ζητώ. Να σε δεις όπως σε βλέπω.
Ο αέρας έγινε πιο δυνατός και χτυπάει με μανία στα τζαμιά, τα φωτάκια αναβοσβήνουν, ο ουρανός σκοτεινιάζει, σε λίγο θα πρέπει να ανοίξω το φως. Το φωτιστικό δαπέδου που σχολίασες όταν ήρθες εδώ. Γέλασες, γιατί το φως ήταν αχνό και δε φώτιζε αυτά που προσπαθούσα να σου δείξω. Γελούσαμε, ήταν ο κόσμος μου και ήθελα να τον γνωρίσεις και εσύ.
Θαμπές αναμνήσεις από εκείνο το βράδυ. Όλα ξεκίνησαν τελείως διαφορετικά. Μαλακά χέρια και μεγάλες αγκαλιές, μυρίζεις σοκολάτα, το ένα φιλί στο λαιμό οδήγησε στο επόμενο, στο επόμενο και στο επόμενο. Γίναμε ένα κουβάρι από συναισθήματα. Ίσως τότε να έγινε μια άγαρμπη κίνηση, ένα απότομο φιλί, μια λέξη που μπορεί να σε πλήγωσε. Σε πλησίασα απαλά, σου χάιδεψα τα μαλλιά, ήθελα να το συζητήσουμε, να το αναλύσουμε άπειρες ώρες, όπως κάναμε άλλες φορές.
Να σου εξηγήσω να καταλάβεις να δεις τι χάος επικρατεί στο κεφάλι μου.
Αλλά τι λέω, δεν είμαστε ρομαντική κομεντί.
Ντύνομαι, βάζω το κασκόλ μου, στέλνω έξι αυτή την φορά χωρίς εσένα. Θέλω αέρα να σκεφτώ, να δω έστω και λίγο κόσμο. Ο κρύος αέρας με χτύπησε κατευθείαν. Περπάτησα γρήγορα. Περπάτησα χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Συναντούσα κόσμο και ήταν όλοι χαρούμενοι πιασμένοι χέρι, χέρι... Μα είναι Χριστούγεννα σκέφτηκα λογικό, έκατσα κάτω από το στολισμένο δέντρο. Έβλεπα τους ανθρώπους να περνάνε σε δυάδες, τριάδες, άλλοι τρέχουν να προλάβουν, άλλοι περπατούσαν χωρίς να δίνουν πολύ σημασία γύρω τους. Μου αρέσει να τους παρατηρώ, να βλέπω τις κινήσεις τους, να αποκρυπτογραφώ τις σκέψεις και τα λόγια τους.
Λίγο παραδίπλα είχε ένα πεταμένο χαρτί που έλεγε “ζητούνται εθελοντές για την προετοιμασία χριστουγεννιάτικου δείπνου”. Το μάζεψα από κάτω και διάβασα την οδό, χωρίς να το πολυσκεφτώ, κατευθύνθηκα προς το σημείο συνάντησης. Καθώς περπατούσα σκεφτόμουν για εμένα, εσένα, εμάς. Μεγαλώνουμε, και καμιά φορά μεγαλώνουμε με διαφορετικό ρυθμό, τρόπο. Δεν ήθελα να σε πονέσω. Διάφοροι άνθρωποι περνάνε και πιάνουν χώρο στην σκέψη και χάνεσαι στο πλήθος. Θα ήθελα τόσο πολύ να σε φτάσω, να μιλήσουμε, να εξηγήσω με πολλές λέξεις τι συμβαίνει στο κεφάλι μου. Θέλω σίγουρα να με μάθω καλύτερα, να ξέρω τι θέλω και τι ζητάω από τους άλλους. Θα μεγαλώσω και μπορεί να μεγαλώσουμε και μαζί. Ήξερα ότι τώρα δεν θα λειτουργούσε, όχι με αυτόν τον τρόπο, όχι αυτά τα Χριστούγεννα.
Ενδεχομένως κάποια άλλη στιγμή!
https://www.youtube.com/watch?v=1uQFlNa1Dk0&ab_channel=TheMagneticFields-Topic
Ανδρέας: Γιώργος Πραχαλιάς
Σοφία: Ξένια Παραστατίδου
Artwork: Ξένια Παραστατίδου / Γιώργος Πραχαλιάς