Hi.

Welcome to my blog. I document my adventures in travel, style, and food. Hope you have a nice stay!

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 5

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 5

Επεισόδιο 5 - Πριν το μετά μας

Ανδρέας

Έβγαλα από την τσέπη μου τα τσιγάρα μου, όσο περπατούσα χαζεύοντας τα κτήρια και έχοντας το νου μου βυθισμένο στις σκέψεις μου. Δεν ήξερα τον προορισμό μου, αλλά σίγουρα δεν αισθάνομαι καμία επιθυμία να επιστρέψω σπίτι μου. Χρειάζομαι οξυγόνο. 

 Λίγες ώρες πριν την είχα αντικρίσει στην είσοδο του μονοπατιού να χαζεύει τη φύση, τα  γυμνά δέντρα και τα χρυσά φύλλα. Μου πρότεινε να κινηθούμε προς τα βραχάκια και αμέσως δέχτηκα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και ένιωθα μουδιασμένος, αλλά ταυτόχρονα έδειχνα απίστευτα ήρεμος. Η αμηχανία συνέχισε να επικρατεί ακόμη και τη στιγμή που καθίσαμε δίπλα στο ποτάμι και ακούγαμε τον ήχο του νερού, εκεί αντιλήφθηκα ότι αυτό το συναίσθημα θα συνόδευε ολόκληρη τη βόλτα μας.  

 Ξεκίνησε να μου μιλάει με ενθουσιασμό για τα πράγματα που τη γοητεύουν και μου δημιουργούνταν όλο και πιο έντονα η ανάγκη να την πλησιάσω και να τη φιλήσω, αλλά η λογική μου με τραβούσε αμέσως μακριά από αυτή τη σκέψη. 

 Η συζήτηση έφτασε στη μουσική και σε αυτό το σημείο κάπως αναθάρρεψα. Η αγάπη της για την κιθάρα μου κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον και δε δίστασα να της πω πως κι εγώ θα ήθελα να μάθω κάποια στιγμή. Στο αίτημά μου αυτό δεν έλαβα καμία αντίδραση, ούτε θετική ούτε αρνητική και άρχισα ξανά να μπερδεύομαι. Μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε, όμως ξεπέρασα κάθε ενδοιασμό μου και την τράβηξα κοντά στα χείλη μου. Αισθάνθηκα τόσο περίεργα εκείνη τη στιγμή, με κυρίευε ένα έντονο πάθος και μία παράξενη αίσθηση ανακούφισης. 

 Ωστόσο, εκείνη δεν ήταν “εκεί” μαζί μου. Το μυαλό της ταξίδευε αλλού, ήταν εμφανές. Η απορία μου φούντωνε όλο και πιο πολύ, μα κρατήθηκα και δε ρώτησα τίποτα για που βρισκόταν. Επικράτησε σιωπή για αρκετή ώρα. Ένιωθα κενός. Είχα μόλις κάνει κάτι που ήθελα πολύ, αλλά όλα ήταν τόσο θολά που δε γέμιζα με κάποιο ικανοποιητικά ξεκάθαρο συναίσθημα. Σύντομα, η Σοφία ζήτησε να ανηφορήσουμε προς την έξοδο. Περπατήσαμε νωχελικά και στο δρόμο αρκεστήκαμε στην ανταλλαγή τυπικών φράσεων. Φτάσαμε στην έξοδο και συνεχίσαμε λίγο ακόμη μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι μας, τότε μείναμε και πάλι σιωπηλοί. Άβολο πολύ αυτό το συναίσθημα που έχεις τόσο να πεις αλλά ταυτόχρονα δεν έχεις τίποτα. 

 Εκείνη θα ακολουθούσε τη διαδρομή προς την κάτω πλευρά από το ποτάμι, ήθελα να την αγκαλιάσω, μα την ένιωθα απόμακρη κι εμένα αγχωμένο. Έτσι ένα γεια έκλεισε τη γεμάτη ανάμεικτα συναισθήματα βόλτα μας. Πριν απομακρυνθούμε αρκετά, πήρα το θάρρος και της πρότεινα να έρθει σπίτι μου να μάθουμε κιθάρα, μου απάντησε πως θα χαιρόταν πολύ και συνέχισε την πορεία της με ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο. 

Σοφία

Έχει φτάσει κιόλας βραδάκι. Ήμουν μαζί του από το απόγευμα, και τώρα οι ώρες μου φαίνεται να πέρασαν τόσο γρήγορα. Περπατάω στο πλακόστρωτο με βήματα αυθόρμητα, σαν να μη με ενδιαφέρει που πηγαίνω, ποιο δρόμο θα ακολουθήσω. Με έχει κουράσει πλέον αυτή η διαδικασία, δε θα την αποχωριζόμουν ποτέ εύκολα, αλλά αυτή τη στιγμή χρειάζομαι ένα διάλειμμα. Κουράστηκα να ψάχνω διαδρομές, να ψάχνω λύσεις για να βρεθώ στο σπίτι, σε μία ασφάλεια, στην κάθε ασφάλεια. Όσα νιώθω, σαν περαστικοί σε κάποιο τυχαίο δημόσιο δρώμενο, στέκονται για λίγο στο μυαλό μου και μετά κάνουν παραπέρα, και δίνουν τη θέση τους στον επόμενο που θέλει να παρακολουθήσει. Και στη σκέψη μου το δρώμενο δεν είναι άλλο από μία μετρίως μονταρισμένη προβολή όσων είχα μόλις ζήσει.  

Το δυσκολότερο δεν είναι να παρακολουθήσω το τι σκέφτομαι, αλλά με βασανίζει που δίνω ετεροχρονισμένα τόση προσοχή σε κάθε λέξη που είπα όσο βρισκόμουν στο μονοπάτι και στο ξεχωριστό νόημά της καθεμιάς. Ένα νόημα που, όπως καθόμουν στα βραχάκια κοντά στο ποτάμι, το παρατηρούσα άλλοτε να κολυμπάει στο ρέμα και άλλοτε να σκαρφαλώνει, κάνοντας θόρυβο σε κάποιο ψηλό έλατο, μόνο και μόνο για να μου τραβήξει την προσοχή, να δω ότι υπάρχει και ότι δε μιλάω απλά λόγω αγωνίας και εγρήγορσης. Η σκέψη μου γυρνούσε στη Νεφέλη, δεν μπορούσα να το σταματήσω. Εκείνος δίπλα μου, φαινόταν να έχει τόσα να μου πει μετά τις πρώτες αμήχανες στιγμές και πάνω από όλα φαινόταν διαφορετικός. Ρωτούσα συνεχώς τον εαυτό μου πως αισθάνεται, αν μου έλειψε το πρόσωπό του τώρα που παρατηρώ ξανά την κάθε πτυχή του.

 Μου άρεσαν τα αστεία του. Και τότε με έκανε να γελάω, θυμήθηκα, μα τώρα γελούσα με έναν τρόπο διαφορετικό, πιο μόνιμο χωρίς να είμαι σε ετοιμότητα για την κάθε του κίνηση. Σκεφτόμουν αν είχα σφάλει κι εγώ κάπου στην ιστορία μας. Με ενθάρρυνε αυτό που έβλεπα μπροστά μου, μια τιθασευμένη εφηβεία, με όλο τον ενθουσιασμό της, αλλά χωρίς την επιπολαιότητα. Στο μυαλό μου έρχεται διαρκώς εκείνο το λογοπαίγνιο που με έκανε να ξεκαρδιστώ, περίεργο για μένα, μιας και δεν συνηθίζω να γελάω με τέτοια. Με ξάφνιασε. Δε μίλησα, μόνο γέλασα, ούτε κι εκείνος το συνέχισε. Μείναμε να κοιτάμε το ποτάμι να κυλάει και να χτυπάει τους βράχους.   

 ‘’Συγγνώμη για τότε’’. Ένιωσα να με ταράζει τόσο πολύ αυτή η φράση, λες και ήθελα να την ακούσω όσο τίποτε άλλο. Μια τόσο μικρή φράση, τόσο απλή, για ένα ραντεβού που τότε απέτυχε, μα τώρα πήγαινε όλο και καλύτερα. ‘’Να πω δεν πειράζει;’’, σκέφτηκα. Πόσο έτοιμη ήμουν να τα ξεχάσω όλα. ‘’Φάνηκε στο πρόσωπό σου’’, θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου, ενώ διέκρινα με την άκρη του ματιού μου μια ενυδρίδα να τρέχει κοντά στο νερό.   

 Έδειξα με το δάχτυλό μου προς το μέρος της, οδηγώντας το απορημένο βλέμμα του, την είδαμε να χάνεται ανάμεσα στα βράχια. Σηκωθήκαμε και πλησιάσαμε, κοιτάζοντας προς τον ουρανό, και βλέπαμε το απογευματινό του χρώμα να ξεπροβάλει πίσω από τα φύλλα των δέντρων. Ακούγαμε το ποτάμι και κοιτούσαμε την πανδαισία χρωμάτων στο βουνό που φαινόταν στο βάθος. Σπάνια γαλήνη, την οποία ακολούθησε μια σπάνια για εμένα και τον Ανδρέα συζήτηση. Μιλούσαμε με ενθουσιασμό για όσα βλέπαμε γύρω μας, για το πόσο μας είχε λείψει το έξω, αλλά και για πράγματα που μας προβληματίζουν, και εκείνη ήταν η μόνη στιγμή που δεν ανησυχούσα για το αν του αποκάλυπτα πολλά. Του μίλησα για διάφορα, αλλά όχι για τη Νεφέλη. Ήμουν μπερδεμένη. Πού και πού ένιωθα αυτήν την κατάσταση να κάνει στο μυαλό μου μεγαλύτερο θόρυβο από αυτόν του νερού και να με παρασέρνει μακριά από τον Ανδρέα.

 Ακούμπησα σε έναν από τους βράχους και κοιτούσα σαν μεθυσμένη τα πάντα γύρω μου, μα κατέληξα στα μάτια του. Έγειρε προς το μέρος μου, δεν δίστασα, κι ας σκεφτόμουν διαρκώς ότι είχα ζήσει κάτι παρόμοιο χθες με τη Νεφέλη. Το ήθελα κι εγώ. Τα χείλη μας ξανασυναντήθηκαν. Απαλά και υπέροχα, για λίγο, άγγιξε το πρόσωπό μου, μόνο για λίγο, τα μαλλιά μου. Ένιωθα μουδιασμένη, τόσο που αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να βγω ποτέ από το μονοπάτι, ήθελα να μείνω μαζί του, όλα τα άλλα έμοιαζαν να ξεθωριάζουν μπροστά σε αυτό το συναίσθημα. Ήταν όπως τότε, ‘’μαγικό’’ το χαρακτήριζα χαριτολογώντας, και έχει μείνει αναλλοίωτο μέσα στη δίνη των αλλαγών μας. Τα δάχτυλά μου άγγιζαν το σώμα του, όλο και παραπάνω. Και η Νεφέλη;  

 Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι εγώ σκεφτόμουν πως θα ήταν όμορφο κάποια από τα δέντρα που μας περιέβαλλαν να ήταν στολισμένα με λαμπάκια. Έτσι, η διαδρομή προς την έξοδο του μονοπατιού θα γινόταν λιγότερο σκοτεινή, ίσως και λιγότερο σιωπηλή. Θα σχολιάζαμε κι άλλα διάφορα με αφορμή τη εορταστική ατμόσφαιρα, θα άκουγα και άλλα αστεία του. Τώρα καταλήγω να θυμάμαι περισσότερο εκείνο το ‘’γεια’’. Για την ώρα όχι οριστικό, και δυσκολευόμουν να καταλάβω κατά πόσο ήταν ισάξιο με εκείνο της Νεφέλης. Τελικά υπάρχουν τόσα πολλά ‘’γεια’’. Είναι μόνο τέσσερα γράμματα, αλλά καταφέρνουν και χωράνε ταυτόχρονα αμφιβολία και υπόσχεση. Αποφασίζω, τελικά, να γυρίσω σπίτι, αλλά όχι για την ασφάλεια αυτή τη φορά, μα για να εξασκηθώ στην κιθάρα μου, μια ελευθερία μόνο δική μου. Δεν προλαβαίνω να βγάλω και πολλά καινούργια κομμάτια για να τα δείξω και σε εκείνον, αλλά έτσι κι αλλιώς, ειδικεύομαι στα παλιά.

Ανδρέας: Δέσποινα Παναγιωτίδη

Σοφία: Ξανθή Χρυσαφίδου

Artwork: Ξανθή Χρυσαφίδου

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 4

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 4

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 6

Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 6