erotica με ροδάκινο
Είχαμε μια παύση πριν φιληθούμε. Η ανάσα του μου γαργάλησε τα χείλη. Κoιτούσα τα δικά του - αυτός κοιτούσε τα μάτια μου. Είχε τη συνήθεια να κοιτάει τα μάτια μου και να μην κλείνει τα δικά του όταν φιλιόμασταν. Ήθελε να τα ανοίγω κι εγώ, αλλά παραήταν άβολο.
Όταν ενώθηκαν τα χείλη μας, άκουσα τους φίλους του να φωνάζουν. Γιατί οι άντρες φώναζαν όταν κάποιος απ' την αντροπαρέα φάσωνε κάποια - κάποιον; Εγώ δεν είχα φίλους άντρες, ή είχα αλλά δεν τους έβλεπα καιρό τώρα. Δεν θυμάμαι.
Το αστείο είναι ότι δεν φασωνόμαστε πρώτη φορά, ούτε καν δεύτερη. Είναι η πρώτη φορα σε πάρτι. Και σε πάρτι που παίζω εγώ. Παραείναι καυλωτικό αυτό.
Τον τράβηξα πάνω μου και ακούμπησα εκεί. Ήταν πέτρα. Άνοιξα τα μάτια μου. Τον κοιτούσα. Τον κοιτούσα όσο τον φιλούσα, και τον άγγιζα όσο τον κοιτούσα όσο τον φιλούσα. Μισόκλεισε τα μάτια του, του ξέφυγε ένας αναστεναγμός, Πρώτη φορά - ήταν προσεκτικός, να μην χαλάσει την εικόνα του άντρα - γαμιά. Καλά πήγε αυτό, χρειάστηκε μόνο να κοιτάξω.
Του δάγκωσα το κάτω χείλος και περπάτησα προς την κονσόλα. Δίναμε σόου, κοιτούσαν όλοι το χείλος του να ξεφεύγει απ' τα δόντια μου και αυτόν να γλύφει την πληγή που έμεινε. Φόρεσα τα ακουστικά, έπιασα το ποντίκι - τον είδα να γυρνά στην παρέα του που τον χτυπούσε στον αυχένα - μα δεν κουρεύτηκε. Έψαξα τα κομμάτια να βρω το μεγαλύτερο, δεν θα το σταματούσε κανείς, ήταν η ώρα που ήταν όλοι μεθυσμένοι. Το βρήκα.
«Άμα θες, φέρ' το κέντρο
Μπράβο, boss»
Έβγαλα τα ακουστικά, άκουσα τις φωνές του κόσμου που για λίγα δευτερόλεπτα με κοίταξε. Άφησα τα ακουστικά στη θέση τους, έφυγα από την κονσόλα, πήγα στην παρέα του, με κοίταξαν με ενθουσιασμό, θα είχαν να συζητήσουν αύριο. Σκεφτόμουν κάτι πολύ συγκεκριμένο για να τους δώσω σημασία, έπιασα το δικό του χέρι και το τράβηξα. Κοιτούσε εμένα.
Ήθελε να σταματήσουμε σε διάφορα σημεία, αλλά ήμουν σίγουρος πού ήθελα να τον πάω. Τους είχα πάει όλους εκεί. Ένα κτίριο απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα. Δεν έχω ιδέα σε τι χρησιμεύει, δεν έχω δει κόσμο ούτε πρωί ούτε βράδυ να μπαίνει ή να βγαίνει από εκεί. Δεν είχα δει κόσμο ούτε πίσω από αυτό - μόνο μία φορά. Σήμερα όχι.
Deja vu - άκουγα το τραγούδι της Μαρίνας από το πάρτι, όπως το άκουγα από το Νίκη, όσο περίμενα σε ένα μαγαζί να πάρω σουβλάκια. Μύριζε πολύ, εδώ όχι ευχάριστα. Δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για τουαλέτα, έπρεπε να περπατήσεις ώρα για να το φτάσεις από το πάρτι. Είχε ένα φως, μια λάμπα από εκείνες που φωτίζουν τους δρόμους. Είναι ο προβολέας μας.
Έπιασε και τα δυο μου χέρια, με γύρισε και με κόλλησε στον τοίχο. Χτύπησα το πρόσωπό μου,αλλά αντί για φωνή βγήκε αναστεναγμός. Η ανάσα στο αυτί μου, πριν μου μιλήσει, με γαργάλησε. «Έχουμε πει, εγώ έχω το πάνω χέρι».
Έχωσε το χέρι του στο παντελόνι μου - δεν το πέρασε με την πρώτη μέσα από το εσώρουχο. Με χάιδεψε και εγώ φώναξα. Είχε αρχίσει ώρα να με πονάει, αλλά δεν είπα κάτι. Έβαλε το χέρι μες στο εσώρουχο, χάιδεψε ανάμεσα στα μάγουλά μου την άκρη του plug που προεξείχε. Άφησε τα χέρια μου, άκουσα το τρίψιμο του χεριού στις τσέπες του κι ένα μπουκαλάκι να ανοίγει. Το υγρό ξέφευγε στα κωλομάγουλά μου, το χέρι του χάιδευε την περιοχή για να γίνω περισσότερο μούσκεμα, να μην πονέσω με ό,τι ακολουθήσει.
«Δεν έπρεπε να την σπρώξεις» άκουσα στο αυτί μου. Γαργαλήθηκα από την ανάσα του και πάλι - μέσα στους αναστεναγμούς προσπαθούσα να απαντήσω, αλλά όπως γύριζε το plug για να το βγάλει, ρεύμα έφευγε από εκεί σε όλο το υπόλοιπο σώμα,σαν κύμα, από τη μέση, στην πλάτη, στον αυχένα, στο κεφάλι που αναστέναζε, στα χέρια, στην κοιλιά που γουργούριζε, προς τα πίσω απ' την κοιλιά, που προσπαθούσε να καταλάβει τι έχει μέσα, τι συμβαίνει, στα πόδια μου που έτρεμαν.
«Την έχω βγάλει, γιατί κάνεις έτσι ακόμη;»
Ήξερε, αλλά ήθελε να με κοροϊδεύει. Το χέρι που δεν βρισκόταν στο βρακί μου, άφησε το μπουκαλάκι και το butt plug να πέσει στο πάτωμα - άκουσα το πλαστικό να χτυπαει στην άσφαλτο - και αγκάλιασε τον κορμό μου. Γύρισα, τον κοίταξα. Με κοιτούσε στα μάτια.
«Θα πονέσει;», ρώτησα όταν βρήκα αέρα.
Με φίλησε με ανοιχτά τα μάτια, έβαλε και τα πέντε δάχτυλα μες στην τρύπα μου κι άρχισε να ψάχνει. Τα μάγουλά μου ήταν υγρά, και το στόμα μου, τα μουγκρητά μου θα ακούγονταν ως το πάρτι μπροστά, αν δεν είχε βουλώσει το στόμα μου με το φιλί.
Το ρεύμα σαν να χτυπούσε τα μάτια μου, τα έκλεισα και είδα χρώματα να πάλλονται - κίτρινα κύματα διαλύονταν από κόκκινα σαν μπαλόνια και μαύρο τα έδιωχνε όλα, μέχρι τα δάχτυλά του να γρατζουνίσουν ξανά τα τοιχώματά μου, να μου ξεφύγει φωνή και κίτρινα κύματα, κόκκινα μπαλόνια, μαύρο, λίγη ώρα ηρεμία.
Το βρήκε.
Σταμάτησε να με φιλά και το τράβηξε. Η παρέα του θα είχε γυρίσει να δει τι συμβαίνει, τα υπόλοιπα θα έψαχναν να δουν γιατί δεν παίζει μουσική, εγώ ήμουν στο πάτωμα, το παντελόνι στους αστραγάλους, ιδρωμένος, βαριανάσανα.
Το γύρισε, το κοίταξε. Το μύρισε. Δεν περίμενε ότι θα το κρατήσω τόση ώρα μέσα. Ούτε εγώ. Μου είχε σηκωθεί.
Άπλωσε το χέρι του, το έπιασα, με σήκωσε. Έβαλε τη μία πλευρά στο στόμα μου, την άλλη στο δικό του.
Άφησα ανοιχτά τα μάτια μου. Τον κοιτούσα.
Το δαγκώσαμε.
φιλοξενούμε το κείμενο από το adverbzine
Artwork: Στέλλα Παραστατίδου