Eve
Το τελευταίο κύμα που χάιδεψε τα πόδια της την έκανε να ανατριχιάσει. Το νερό ήταν τόσο κρύο. Κοιτούσε τον ορίζοντα. Τα μάτια της έψαχναν απελπισμένα ένα σημείο να σταθούν, αλλά το μόνο που φαινόταν ήταν το απέραντο μαύρο του νυχτερινού ουρανού. Είχε συννεφιά· κανένα αστέρι, κανένα φεγγάρι να τους κρατά συντροφιά. Η άμμος είχε κολλήσει στο σώμα της. Αλλά ήταν ακόμα όμορφη.
Τα μαύρα σαν τον έβενο μαλλιά της ήταν μπλεγμένα, ενώ το λευκό της δέρμα φάνταζε πιο λευκό έτσι, μέσα στο σκοτάδι. Όπως το νερό συνέχιζε να γαργαλάει κάθε δάχτυλο του ποδιού της, η Εβελίνα έκλεισε τα μάτια. Συνέχιζε να ακούει τα πάντα· κάθε κύμα που τη χτυπούσε, κάθε φύλλο που θρόιζε από το νυχτερινό αεράκι, κάθε αυτοκίνητο που περνούσε από τον πολύ μακρινό αυτοκινητόδρομο. Με τα μάτια κλειστά ακούς πιο καλά. Προσπαθούσε να ακούει κάθε αυτοκίνητο. Κάθε ένα που περνούσε εκείνη τη στιγμή. Κάποιο απ’ αυτά ήταν δικό του.
Τον είχε συναντήσει πριν από ένα χρόνο. Μιλούσαν και πιο πριν, αλλά… Αλλιώς είναι από κοντά. Ήταν όντως πολύ διαφορετικά. Κάθε λέξη που πρόφερε ήταν μια νότα που ξέφυγε από ένα πλήκτρο πιάνου. Έπαιζε τόσο ωραία πιάνο… Όλοι απολάμβαναν να τον ακούν, ακόμα και για ώρες. Όλοι και όλες ίσως. Κι αυτή ζήλευε.
Αλλά κι αυτός ζήλευε. Η ζήλεια δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα που ένιωθε κάθε φορά που κάποιος την κοιτούσε, της μιλούσε, την έκανε να γελάει. Ειδικά όταν γελούσε. Το γέλιο της ίσως να το ζήλευε ακόμα και ο ίδιος… Ήθελε να το προκαλεί μόνο αυτός, να μην τη βλέπει να γελάει αλλού, με άλλον. Να είναι χαρούμενη, αλλά να μη γελά. Γιατί δεν άντεχε να σκέφτεται ότι το γέλιο της, μουσική που προκαλεί κάθε είδους έμπνευσης, θα αποτελούσε έμπνευση για άλλον εκτός από αυτόν.
Όσοι δεν ήξεραν, δεν καταλάβαιναν τίποτα. Αλλά ο Αλέξανδρος ήξερε. Ήξερε πόσο πονούσε η Εβελίνα κάθε φορά που κάποιος την πατούσε ίσως κατά λάθος, ή την έσπρωχνε. Πόσο πολύ πονούσε. Και πόσο πολύ δεν το έδειχνε. Δεν θα στεναχωρούσε κανέναν με την γκρίνια της, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει κανέναν να τη λυπηθεί. Και αυτός δεν τη λυπόταν. Αυτός απλά ήθελε να της σταθεί. Και της στεκόταν, όσο μπορούσε.
Ένα μεγάλο κύμα τη βύθισε μέχρι το στήθος κάτω από το νερό. Παγωμένο. Ξύπνησε απότομα. Όσο απότομα είχε ξυπνήσει εκείνη τη μέρα που νόμιζε ότι δεν θα τον ξαναδεί.
«Έλα να με συναντήσεις. Δεν με νοιάζει πόσο μακριά είσαι, δεν με νοιάζει πόσο δύσκολο μπορεί να είναι. Θέλω να σε δω.» Και πήγε.
Κάθισαν δίπλα δίπλα, όπως τότε. Να κοιτάζουν τα αστέρια (άνω τελεία) ακόμα δεν είχαν κρυφτεί πίσω από σύννεφα. Δεν μιλούσε κανείς. Άκουγε ο ένας τη σιωπή του άλλου πιο προσεκτικά απ’ ότι θα άκουγε οποιαδήποτε ομιλία. Κάποια στιγμή φύσηξε ένας άνεμος. Την προστάτεψε μέσα στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε γλυκά να κλείσει τα μάτια της. Ο άνεμος κόπασε, αλλά αυτή συνέχισε να κάθεται εκεί. Τον αγκάλιασε. Έτσι, όσο ήταν αγκαλιασμένοι σφιχτά, η Εβελίνα τον κοίταξε και του είπε δύο λέξεις, σαν διαταγή.
«Φίλα με.»
Κι αυτός υπάκουσε. Και το ένα φιλί ακολούθησε το επόμενο. Και το επόμενο. Και το επόμενο.
Τα χέρια του χάιδεψαν το γυμνό κορμί της ενώ οι πατούσες της του χάιδευαν τα πόδια. Ανέβηκε πάνω του, συνεχίζοντας να τον φιλάει. Τον ήθελε. Και πόσο ήξερε ότι την ήθελε κι αυτός. Με μια απότομη κίνηση, χωρίς καν να καταλάβει πότε, βρέθηκε από κάτω, ενώ ο Αλέξανδρος της φιλούσε το λαιμό, με κάθε φιλί να απομακρύνεται και πιο πολύ από το σημείο που ξεκίνησε, ώσπου έφτασε στα μάγουλα και τα χείλη της.
Τα χέρια της τον έσπρωχναν όλο και πιο κοντά της, όλο και πιο μέσα της. Το φεγγάρι έλουσε τα δύο σώματα ενώ αυτά πάλευαν να γίνουν ένα. Ο ήχος των κυμάτων συνόδευε τις φωνές τους που έμοιαζαν να χάνονται εκεί που συναντούσαν το θόρυβο των αυτοκινήτων. Σαν η παραλία να έγινε για λίγα λεπτά ένα καβούκι που τους προστάτευε από τον έξω κόσμο. Για λίγα λεπτά, στον κόσμο του Αλέξανδρου υπήρχε μόνο η Εβελίνα. Για λίγα λεπτά, στον κόσμο της Εβελίνας, υπήρχε μόνο ο Αλέξανδρος.
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον για ώρα μετά. Χωρίς να μιλούν πολύ. Τα βλέμματα εξέφραζαν όσα ήθελαν να πουν. Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος σηκώθηκε.
«Αλέξανδρε...»
Η φωνή της είχε ένα παράξενο τρέμουλο. Δεν το είχε ξανακούσει.
«Μη με ξεχάσεις.»
Την έπιασε από το λαιμό και τη φίλησε για ακόμα μία φορά στο στόμα.
«Θα είμαι εδώ. Με όποιον τρόπο μπορώ, θα είμαι εδώ.»
Και ο Αλέξανδρος έφυγε. Η Εβελίνα αποφάσισε να καθίσει λίγο ακόμα στην παραλία. Ήταν υπέροχα σήμερα.
Οι πρωινές ακτίνες του ηλίου την ξύπνησαν από το βαθύ της ύπνο. Ξύπνησε με ένα χαμόγελο. Ήταν όντως υπέροχα χθες.
Artwork: Λευτέρης Ζαφειρίδης