Μίλτος
«Τι σκατά χτίζουν όλη την εβδομάδα μπορεί να μου απαντήσει κάποιος»
«Tράβα στους οικοδόμους να φωνάξεις, λες και μόνο εσύ κοιμόσουν» είπε η Καλυψώ μπαίνοντας στο κουζινάκι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και μισάνοιχτα, τα μαλλιά της λυτά και ανακατεμένα από την κουκούλα. Άνοιξε το ντουλάπι και χωρίς να βλέπει άρχισε να το ψαχουλεύει για να βρει το βαζάκι με την ζάχαρη. Ο Ρίου δεν της είπε ποτέ ότι ήταν στον πάγκο. Και κανένας άλλος.»
«Κάτσε, κοιμόσουν;»
«Ναι, Σαγήνη, κοιμόμουν στις 7 το πρωί, πού είναι το παράξενο;»
«Ξέρω γω, ότι την τελευταία φόρα που κοιμόσουν ήσουν 7 χρονών»
Ο Ρίου δεν απάντησε τίποτα παρά μόνο την αγριοκοίταξε και έφυγε από την κουζίνα με μία καυτή κούπα καφέ στο χέρι. Ήταν τόσο σπάνιες οι φορές που κατάφερνε να αποκοιμηθεί για πάνω από δύο ώρες και το να ξυπνά τόσο απότομα από τόσο δυνατούς θορύβους του δημιούργησε τεράστιο εκνευρισμό. Ξαναπήγε στο κρεβάτι του και διάλεξε ένα από τα βιβλία που είχε σε στοίβες μέσα στο δωμάτιό του. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρώτη πρόταση όταν άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει. Για λίγα δευτερόλεπτα αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να είναι, αλλά μετά αποφάσισε ότι δεν τον ενδιαφέρει και συνέχισε να διαβάζει.
«Ο διάδρομος με το πορτοκαλί χαλί φαίνονταν ατελείωτος. Ο Τζόνι συνέχιζε να κάνει βόλτες με το μικρό κόκκινο ποδήλατο του μέσα στο ανατριχιαστικό ξενοδοχείο, μέχρι που σε μία στροφή βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με δύο κορίτσια. Φόραγαν το ίδιο φόρεμα και έμοιαζαν για δίδυμες. Τον κοίταγαν χαμογελώντας και τότε…» κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου και ο Ρίου αναστατωμένος τράβηξε ένα από τα μαχαίρια του και το έριξε με δύναμη σημαδεύοντας την πηγή του ήχου.
Το αυτί του Μίλτου βρέθηκε μισό εκατοστό μακρυά από την καρφωμένη στην πόρτα λεπίδα.
«Το είδα να ‘ρχεται αυτό» είπε γελώντας
«Τι θες;»
«Έλα στο σαλόνι»
«Όχι» είπε και παίρνοντας το μαχαίρι από την κάσα της πόρτας, ξεκίνησε να κατεβαίνει τις σκάλες και βρέθηκε μαζί με τους άλλους που ήταν ήδη μαζεμένοι. Ο Ρίου φαντάστηκε ότι κάποιος πέθανε. Όπως και να χει, σιγά το πρόβλημα.
Ο Μίλτος κάθισε σε ένα σκαμνί που βρήκε και άρχισε να ανακατεύει τα μαλλιά του. Είχαν φτάσει πια στον ώμο και ήταν γεμάτα κόμπους. Προσπαθούσε να βάλει σε λέξεις αυτά που είχε στο κεφάλι του, αλλά οι φωνές δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν. Κρατούσε ένα φλιτζάνι, ήπιε την τελευταία γουλιά και το αναποδογύρισε στο τραπέζι.
«Χτες είδα ένα όνειρο»
«Χεστήκαμε» απάντησε η Καλυψώ φέρνοντας το τσάι κοντά στα χείλη της.
«Σκάσε. Χτες το βράδυ βρέθηκα κάπου στην ύπαιθρο. Ήταν κρύα και σκοτεινά, μύριζα το βρεγμένο χώμα και έβλεπα τα χνώτα μου στον αέρα. Ήταν τα πρώτα λεπτά της ανατολής και εγώ ένιωθα σαν να μην μπορεί κανείς να με δει, σαν να μην υπάρχω. Μου πήρε ώρα να καταλάβω ότι βρίσκομαι στον επαρχιακό δρόμο της πόλης μέχρι που είδα την άσφαλτο με τις χαλασμένες λάμπες. Μπροστά μου είδα δύο αμάξια και μία νταλίκα κίτρινη. Μαζεμένοι στο κέντρο βρισκόντουσαν τέσσερις άντρες, οι τρεις ήταν καλοντυμένοι και ο τελευταίος φορούσε μία φόρμα εργασίας, μία λευκή φανέλα και ένα χοντρό μπουφάν. Πλησίασα να ακούσω τι λέγανε, μέχρι που ο ένας σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε το βλέμμα του σε εμένα. Την γάμησα, σκέφτηκα, μετά όμως με αγνόησε. Μετακινήθηκαν προς την νταλίκα και άνοιξαν τις πόρτες της καρότσας. Πήγα και γω. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Μέσα βρισκόντουσαν στοιβαγμένες, σαν καφάσια για φρούτα, γυναίκες και κορίτσια, τρομαγμένες και χαμένες.»
«Δεν μιλάνε ελληνικά. Είναι όλες υγιείς και πάνω από 15.»
«Το μαγαζί θα είναι φωτιά με τέτοια κομμάτια. Ένα κομμωτήριο και άλλα ρούχα και θα είναι όλες κούκλες.»
«Πάντα φέρνουμε τα καλύτερα κομμάτια. Δεν παίζουμε με τα κεφάλια μας και δεν λέμε ψέματα.»
«Μετά τον θάνατο του ανωτέρου μου, η γυναίκα του ανέλαβε να καλύψει τα κενά μέχρι να μπορεί να το πάρει ο γιος της. Αυτός φημολογείται ότι είναι χειρότερος.»
«Εγώ πόσα θα πάρω ακόμα δεν μου είπατε. Έχω παιδιά και γυναίκα να θρέψω.» ρώτησε ο οδηγός.
«Μην αγχώνεσαι για τα λεφτά από την στιγμή που αποφάσισες να δουλέψεις μαζί μας. Αρκεί να προσέχεις πού και πόσο μιλάς. Αν είσαι τυχερός, θα έχεις και δωρεάν επισκέψεις στο μαγαζί.»
«Αν επιτρέπεται, πότε σκοπεύετε να ανοίξει;»
«Σύντομα. Τώρα κάνουν τις τελευταίες εργασίες. Η γειτονιά είναι γεμάτη καμπαρέ. Υπάρχει κενό στην αγορά.»
Οι δυο τους γέλασαν. Εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε. «Ήδη έχουν κάνει κράτηση μεγάλα ονόματα της πόλης. Άλλο ένα δηλωμένο και νόμιμο καμπαρέ για αυτούς που δεν μπαίνουν. Ο παράδεισος για όσους μπουν. Μιλάμε για μεγάλες δουλειές.»
«Και η αστυνομία;» ρώτησε έντρομος ο οδηγός.
Όλοι τους αυτήν την φορά γελάσανε. «Αυτοί είναι οι καλύτεροι πελάτες. Και συνεργάτες. Μην ψάχνεσαι και μην ρωτάς.» του απάντησε εκείνος με το τσιγάρο στο στόμα.
«Και τότε φωνές. Δεκάδες φωνές που δεν μπορούσα να σταματήσω να ακούω. Με ξύπνησαν. Και τότε είδα το κτίριο απέναντι που κάνουν έργα εδώ και τρείς μήνες. Τις ξανάκουσα ακόμα πιο δυνατά. Φώναζαν βοήθεια σε πολλές γλώσσες αλλά τις καταλάβαινα όλες. Κάτι θα συμβεί. Κάτι κακό. Αισθάνομαι ρίγος.»
Το τηλέφωνο του σαλονιού χτύπησε. Αυτό σημαίνει ότι μόνο ένα άτομο είναι στην άλλη γραμμή.
«Καλησπέρα αφεντικό.»
«Σαγήνη βγαίνεις πρώτη σήμερα στην σκηνή. Το φόρεμα σου ήρθε και είναι κάτω. Στις 3 να είσαι στα παρασκήνια με την Καλυψώ και τον Μίλτο. Πες στους άλλους ότι τους περιμένω όλους για δουλειά σήμερα. Έχουμε πρόβλημα με τους ανταγωνιστές.»
«Μάλιστα.»
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Μίλτος ήταν έντρομος και τα μάτια του καρφωμένα στο φλιτζάνι του καφέ που είχε αφήσει να γίνεται. Το κατακάθι ήταν παντού και ήταν παχύ.
«Κάτι θα μας ζητήσει. Και μπορεί να πεθάνουμε στην πορεία.»
Artwork: Moth