Μοναχικές Κάλτσες
Το απόγευμα στον ακάλυπτο το φως μόλις πρόφταινε να αλλάξει το χρώμα του τσιμέντου. Σε παρατήρησα όσο άπλωνες με καλλιτεχνική υπομονή και αχρείαστο μεράκι τα ρούχα που μόλις επέστρεψαν από τις διακοπές του Ιουλίου. Καθώς άπλωσες τα τελευταία ρούχα δυσανασχέτησες, με ελπίδα ότι δεν θα κατάφερνα να αντισταθώ στην ερώτηση “γιατί;”
"Το να ξεχωρίζεις τα ζευγάρια κάλτσες στο τέλος είναι το χειρότερο κομμάτι " είπες, με ένα βλέμμα καθόλου αφελές και καλυμμένο με όσο παράπονο χρειαζόταν για να προσφερθώ να αποσυρθώ από την αδιάκοπη παρατήρηση που τροφοδοτούσε ασταμάτητα τον μέχρι τώρα αδιάλλακτο έρωτά μου προς εσένα, και να σε βοηθήσω. Σχεδόν αμέσως παρατηρώ στο καλάθι αυτές που δεν θα κατάφερναν να βρουν το ταίρι τους. Στο είπα χωρίς να χάσω λεπτό με έναν μικρό τόνο υπεροπτικής περηφάνιας που έκρυβε η ανακάλυψη ενός λάθους. Στιγμιαία γύρισες το κεφάλι "Αλίμονο, πάντα κάποιες μένουν μόνες" αποκρίθηκες, σχεδόν αναμένοντας όχι μόνο το λάθος, αλλά και την δική μου διάκριση. "Και το χειρότερο είναι ότι αυτές που μένουν μόνες είναι αυτές με τα πιο όμορφα σχέδια," συνέχισες.
Κοιταχτήκαμε, άπλωσες όσο πιο βιαστικά μπορούσες τα ζευγάρια αλλά και τις μοναχικές κάλτσες, και έκλεισες πίσω σου την μπαλκονόπορτα για πρώτη φορά με τόση δύναμη. Σαν να ήθελες απεγνωσμένα να ξεφύγεις, σαν τα μάτια μας να κατάλαβαν πώς ένιωθε ένα κομμάτι ύφασμα χωρίς ταίρι, και το τσιμέντο πλέον άχρωμο και ψυχρό να αναλαμβάνει το καθήκον του πάνω στην γεμάτη απλώστρα.
Artwork: Στέφανος Αντωνιάδης