Χάρηκα...
- Είσαι έτοιμος;
- Ναι.
Η νύχτα συνέχιζε κανονικά έξω από το κλειστό παράθυρο και το κλειστό παντζούρι. Άκουγαν τον κόσμο, όσο πιο αργά, τόσο πιο νέοι, να τρέχουν, να μιλάνε, να φωνάζουν, να γελάνε. Άκουγαν αυτοκίνητα συνέχεια να περνούν, άκουγαν τον άνεμο να πετάει κλαδιά, πέτρες, τι στο διάολο είναι όλα αυτά που ακούγονται βραδιάτικα, γιατί τόσο μανιασμένος ο άνεμος πια; Ίσως ο Θεός προσπαθούσε να παρέμβει. Πώς τολμούν άλλωστε δύο άνθρωποι να τον αμφισβητούν μπροστά στα μάτια του, ξυπνήστε. Σας βλέπει παντού. Μάλλον είχε εξαγριωθεί ο Θεός, ο θόρυβος απ’ έξω όλο και πιο δυνατός. Αλλά όχι. Αυτοί οι δύο ακάθεκτοι.
Η Χριστίνα και ο Παύλος αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν.
Ήταν μια πολύ ξαφνική απόφαση. Η ζωή τους άλλωστε, κανένα ενδιαφέρον, οι γονείς τους τους μισούσαν, αδέρφια δεν είχαν. Έψαξαν από νωρίς να βρουν το νόημα της ζωής: στην αρχή στα βιβλία, μετά στις ταινίες, ήρθε και το ίντερνετ. Έκαναν και σεξ. Πάρα πολύ σεξ. Και μεταξύ τους και με άλλους. Με ό,τι φύλο μπορεί να σκεφτεί κανείς· τέτοιους ενδοιασμούς δεν είχαν.
Αλλά όχι, η Χριστίνα και ο Παύλος ήταν δυστυχισμένοι.
Ή μάλλον, όχι.
Ήταν απλά άδειοι.
Το πρότεινε ο Παύλος. Στη Χριστίνα φάνηκε περίεργο, αλλά δεν διαφώνησε αμέσως.
Αγόρασε τα χάπια.
“Θα πάρουμε από έξι. Θα είμαστε λίγο ζαλισμένοι, μετά θα κοιμηθούμε”
- Θα φτάσουν έξι;
- Δεν ξέρω. Υποθέσεις κάνω. Μάλλον θα φτάσουν.
- Μάλιστα.
Κανείς δεν ρώτησε τον άλλον αν είναι σίγουρος. Δεν υπήρχε λόγος. Η μόνη λύση να ξεφύγουν ο Παύλος και η Χριστίνα από την άδεια τους ζωή ήταν να τη γλιτώσουν.
- Τρία, δύο, ένα.
Τα κατάπιαν.
- Τώρα λογικά έχουμε κανένα δεκάλεπτο.
- Θες να ξαπλώσουμε;
- Ναι.
Ξαπλώσανε.
- Δεν πιστεύω να μην τα κατάπιες.
- Αφού σου μιλάω.
- Σωστά.
Παρατηρούσαν το φωτιστικό. Ξεκίνησε να τρέμει· πολύ λίγο αλλά το είδαν, οι αισθήσεις τους ήταν οξυμένες, παρατηρούσαν τα πάντα. Άκουσαν το τρένο που πέρασε.
Η Χριστίνα γύρισε για να τον κοιτά. Γύρισε και αυτός.
- Είσαι πολύ όμορφη.
- Κι εσύ.
Το φως τρεμόπαιξε για μια στιγμή. Η αντανάκλαση στα μάτια του Παύλου έσβησε και ξαναέλαμψε. Η Χριστίνα τον άρπαξε και τον φίλησε. Τον φιλούσε για ώρα. Ο Παύλος άρχισε να την αγγίζει. Και να την πονάει.
- Ζαλίζεσαι και εσύ;
- Ναι.
Σταμάτησαν.
- Ξέρεις;
- Τι;
- Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα.
Ο Παύλος ξαφνιάστηκε. Πρώτη φορά του το έλεγε κάποιος αυτό.
- Και εγώ. Πολύ πολύ.
- Τι;
Η Χριστίνα έσκασε στα γέλια, ο Παύλος κοκκίνησε.
- Έλα, σταμάτα να γελάς.
- Τι να σταματήσω να γελάω ρε, τι φλωριές είναι αυτές;
Συνέχισε να γελάει. Για λίγο. Ο χρόνος τελείωνε.
Του έπιασε το χέρι. Κοιτάχτηκαν και πάλι στα μάτια.
Το φως έσβησε.
Δεν σηκώθηκαν να το ανάψουν.
Άρχισαν να θυμούνται.
Δεν μιλούσαν, αλλά το ήξεραν.
Θυμούνταν τα ίδια.
Το μυαλό τους ταξίδευε μαζί όσο έσβηναν.
Στους ίδιους δρόμους, στα ίδια σοκάκια.
Στις ίδιες αυλές από σπίτια που είδαν σε ταινίες.
Στα ίδια ποτάμια που κολύμπησαν κάποτε και κρύωσαν.
Και θυμήθηκαν.
Σώματα που αντάλλαξαν.
Μονοπάτια που περπάτησαν.
Αναμνήσεις που μοιράστηκαν.
Αθάνατοι για να γίνουν.
Artwork: Γεωργία Γαβριήλογλου