Θραύσματα
Δεν πρέπει να αφήσω τα συναισθήματα να με συνεπάρουν. Τον βλέπω απέναντι μου να κάθεται στην πολυθρόνα σκυμμένος, με τα χέρια να καλύπτουν το ξυρισμένο κεφάλι του. Δεν με κοιτάζει αλλά εγώ δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Το βλέμμα μου δεν τον επηρεάζει· αυτό που συμβαίνει μέσα του αδιαφορεί για εξωτερικούς επισκέπτες. «Θέλεις λίγο νερό;» Σηκώνει ελαφρά το κεφάλι και με φωνή σαν αγουροξυπνημένου αποκρίνεται ναι. Βυθισμένος σε αναμνήσεις, παγιδευμένος στο παρελθόν.
Απλά είχε πάει και της είχε μιλήσει. Δεν είπε τίποτα τρομερό, το όνομα του και αν έχει αναπτήρα.
Έχεις αναπτήρα; Ναι κάτσε, ευχαριστώ, τίποτα, από πού είσαι, εσύ; Θέλω να με ακούσεις με προσοχή, δεν θα το ξαναπώ αυτό. Ήταν βράδυ, φορούσε γυαλιά με τον αριθμό 2020 να καλύπτει τα μαύρα μάτια της. Νέα δεκαετία, άλλη μια ευκαιρία να μην συμβεί τίποτε συνταρακτικό, απλά θα συνεχίσω να επιπλέω. Οι στάχτες μου έπεφταν στο παπούτσι της ενώ μιλούσαμε. Να το θυμάσαι αυτό. Αυτή την εικόνα. Το παντελόνι της ήταν πράσινο. Προσπαθώ να διώξω το αναπόφευκτο. Είχε στο χέρι της μία ουλή.
Του έφερα νερό με πάγο και σήκωσε το υγρό του πρόσωπο να δεχτεί το ποτήρι. Όταν ξανακάθισα μουρμούρισε ισχνά «…σαν να τρώω γυαλί».
Πέντε λεπτά για το νέο έτος. Έπαιζε από τα ηχεία BLOC PARTY. Στα γυαλιά της φωτίζεται η αντανάκλασή μου. Το άψυχο διαμορφώνεται από το έμψυχο; Ο υλισμός λέει ότι... Μου είχε δανείσει ένα βιβλίο φιλοσοφίας το οποίο μόστραρα στο γραφείο με περηφάνια, αλλά στην τελική ξεφύλλισα απλά την εισαγωγή. Όταν ενθουσιασμένη με ρώτησε πώς μου φάνηκε απάντησα λέγοντας ψέματα ότι το έχω διαβάσει και ότι είναι πολύ ενδιαφέρον. Πότε δεν ρωτούσε παραπάνω ερωτήσεις. Με πίστευε δίχως περιστροφές και αυτό μου δημιουργεί περισσότερες τύψεις για την αδιαφορία μου. Τα στρογγυλά της σκουλαρίκια γυαλίζουν όταν έρχονται στην κατάλληλη γωνία με την δανεική ντισκομπάλα του πάρτυ. Θυμήσου αυτή τη στιγμή. Ενώ το κονιάκ γλιστράει από το χέρι του διπλανού μου αυτή κρύβει το πόδια της πίσω από μένα.
Ήπιε μια διστακτική γουλιά και την κατάπιε λες και ήταν χάπι. Την θυμάμαι και εγώ. Μου μιλούσε συχνά για αυτήν. Την περίμενε έξω από τη σχολή της και περνούσαν από το μαγαζί. Αυτή προχωρούσε με το καφέ σημειωματάριο της και αυτός δίπλα της με τα δάχτυλα του απασχολημένα κάθε φορά με κάτι διαφορετικό, πότε ήταν κλειδιά, πότε κομπολόι, πότε αναπτήρας. Όταν έφταναν στο μαγαζί τους σέρβιρα τους κλασικούς καφέδες τους. Αυτή έπινε συνήθως ένα γαλλικό σκέτο και αυτός ένα καπουτσίνο μέτριο. Καθόντουσαν μια, μιάμιση ώρα και μετά έφευγαν.
Μου χαϊδεύει την πλάτη. Νούμερα και λέξεις καταιγίζουν το μυαλό μου. Την απογοητεύω. Στην καρέκλα είναι αφημένο το φουλάρι της. Τα λακκάκια του χαμόγελου της είναι βάλσαμο. Άπειρος χρόνος για εξιλέωση.
Το μόνο που κάνω είναι να παρατηρώ ακόμα τις νωχελικές κινήσεις του. Στις σκέψεις του κλωθογυρίζουν όλα αυτά που δεν μπορεί να ερμηνεύσει ο λόγος.
Γιατί φωνάζει; Το αγγείο στον κρόταφό της πάλλεται. Έξω από το καφέ περνάει ένα ποδήλατο, είναι δυνατόν φλεβάρη μήνα; Στο ρολόι λέει τρεις και δέκα, τρεις και σαράντα ένα. Θα γίνουμε ρεζίλι ρε ηλίθια. Δεν μιλάω, απορροφώ τον καταρράκτη. Θυμήσου αυτή τη στιγμή. Δεν μ’αρέσει ο καναπές, πονάει η πλάτη μου μετά. Ο καπουτσίνο έχει κρυώσει. Θέλω να φύγω.
Το άρωμα και οι κινήσεις και το γούστο της είναι το μόνο που μπορεί ακόμα να αισθανθεί. Έξω ο γκρίζος ουρανός αφαιρεί το χρώμα από κάθε επιφάνεια που αγγίζει. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και το βλέμμα μου πέταξε στο ηρώο απέναντι. Άλλο ένα αντικείμενο που δίνει παρουσία στους απόντες. Τα αντικείμενα είναι τα μόνα που μένουν στο τέλος· κειμήλια της ανώτερης ζωής. Στο κάτασπρο μάρμαρο του ηρώου κείτονται μερικά παρατημένα στεφάνια με κορδέλες. Δίπλα είναι η εκκλησία, στην οποία μπαίνει μια σκυφτή, νεανική φιγούρα με γρήγορο βάδισμα κρατώντας ένα κομμάτι ύφασμα και ένα ξύλινο κιβωτιάκι. Αισχρή μεταποίηση συμβόλων, εκμετάλλευση συγκυριών. Ανοίγει το στόμα με περιφρόνηση. «Ούτε καν τον συμπαθούσε αυτόν».
Διέσχισε την πυλωτή βιαστικά και αφέθηκε στα ανοιχτά χέρια μου με ανακούφιση. Ένα νέο σκουλαρίκι έκανε την εμφάνιση του. Ο γείτονας πάλι πάρκαρε σε λάθος μέρος. Στην γενική συνέλευση της οικοδομής όλοι μάλωναν και ωρύονταν. Σφίγγει με την παλάμη της το μπράτσο μου και κοροϊδεύει τον διαχειριστή μιμούμενη την ένταση του. Το παρελθόν είναι παράλληλο. Η επανάληψη της κανονικότητας. Το μελτέμι διώχνει και επαναφέρει το χιλιοφορεμένο πουκάμισό της. Να την θυμάσαι αυτή τη στιγμή. Το ειρωνικό της χαμόγελο. Πιάνω το κομπολόι. Την εκνευρίζει ο ήχος. Μιλάει σε ένα γνωστό μας· εγώ απέχω. Σκουπίζω τις μπότες μου στο γρασίδι. Συνεχίζουμε να περπατάμε και έχει τα χέρια στις τσέπες. Χάραξε την εικόνα στο μυαλό σου. Στο σημειωματάριο της αδρανείς στέκουν σκόρπιες σκέψεις και αφορισμοί. Σκίζει μια σελίδα και μου την δείχνει. Περιμένει μια κάποια αντίδραση. Γουργουρίζει η κοιλιά της και ο ήχος μπλέκεται με τους ατσάλινους ήχους των αμαξιών.
Καθίσαμε εκεί μαζί μέχρι το πρωί. Μαγείρεψα κάτι εύκολο. Δύο τρία αυγά, μόνο και μόνο για να μην είναι άδειο το στομάχι του. Αποκοιμιέται πάλι στον καναπέ και στριφογυρίζει ανήσυχα στις άκρες του. Άνοιξα την τηλεόραση και χάζεψα στο κενό της για μερικές ώρες. Ο πόνος δεν μοιράζεται. Τρυπώνει στα σωθικά και σταδιακά αποσυντίθεται. Σηκώθηκα και έγραψα σε ένα σημείωμα ότι φεύγω. Το άφησα στον καθρέφτη.
Κοιτάω στον καθρέφτη. Δεν αναγνωρίζω το φευγαλέο είδωλό μου. Είναι παγωμένη πια. Το χώμα καλύπτει το μέλλον της. Η δυσωδία του επίγειου με πνίγει.
Artwork: Δέσποινα Νικολακάκη