Θρύλοι της μουσικής: The Irishman
Ακούω αρκετά χρόνια ροκ. Είναι από τα είδη που μου άλλαξαν τον τρόπο σκέψης και αντίληψης απέναντι στο θείο δώρο που λέγεται μουσική, μία τέχνη πολύ ξεχωριστή. Από το γυμνάσιο που ξεκίνησα δειλά δειλά να ακούω κυρίως Scorpions και Queen, μέχρι και σήμερα που έχω έρθει σε επαφή με αμέτρητα συγκροτήματα και καλλιτέχνες του είδους, πάντα έκανα και ένα διαχωρισμό με βάση την καταγωγή τους. Φυσικά, οι δύο κυριότερες “ομάδες” που προέκυπταν πάντα, ήταν οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι. Πολύ διαφορετικό στυλ η καθεμία, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά που μπορούν να βοηθήσουν έναν “έμπειρο” ακροατή να μαντέψει με μεγάλη πιθανότητα ευστοχίας την καταγωγή του καλλιτέχνη. Οι δύο αυτές πλευρές του Ατλαντικού υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό αντιμαχόμενες για το ποιος κατέχει τα ηνία στην ροκ μουσική.
Αν και ανέκαθεν έτρεφα τεράστια συμπάθεια για το βρετανικό ροκ, δε θα ήθελα στο παρόν άρθρο να πάρω θέση… Αντ`αυτού, θα ήθελα να κάνω και έναν ακόμα διαχωρισμό, να κάνω μια ξεχωριστή αναφορά σε μία ακόμα ομάδα μουσικών, αυτή των Ιρλανδών. Κοινό γνώρισμα τους πάντα η τρέλα, το ποτό (όπως και των περισσότερων Ιρλανδών άλλωστε…), αλλά και η αγάπη τους για τη μουσική, συνδυασμένη με πολλά “κιλά” ταλέντου. Από αυτήν την όμορφη χώρα έχουν προκύψει τρομερά συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι U2, Thin Lizzy, Skid Row, Cranberries, Gary Moore, Van Morrison, Sinéad O'Connor και πολλοί άλλοι που ο καθένας μόνος του είναι μια ξεχωριστή κατηγορία. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα ήθελα να εστιάσω στον αγαπημένο μου Ιρλανδό μουσικό, που δεν είναι άλλος από τον θρύλο Rory Gallagher, έναν από τους πιο αγαπητούς ροκάδες όλων των εποχών και από τους καλύτερους κιθαρίστες που υπήρξαν ποτέ.
Ο William Rory Gallagher γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1948 στο Ballyshannon της Ιρλανδίας, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της χώρας. Όταν ακόμα ήταν μωρό, η οικογένεια του μετακόμισε στο Derry, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας, και από τις πιο σκληροπυρηνικές όσον αφορά τον αγώνα για την ένταξη στο Ιρλανδικό κράτος (Bloody Sunday). Και οι δύο γονείς του ήταν μουσικοί, με την μητέρα του, μάλιστα, να εργάζεται και ως τραγουδίστρια σε ένα θέατρο για όσο κατοικούσαν στο Ballyshannon, το οποίο σήμερα ονομάζεται “Rory Gallagher Theatre”. Μετά από λίγα χρόνια μετακόμισαν στο Cork, στο άλλο άκρο του νησιού, την πόλη στην οποία o Rory λατρεύεται σχεδόν σαν θεός.
Και αυτός και ο αδερφός του, από μικροί έδειξαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ταλέντο για τη μουσική, με τους γονείς τους να τους παροτρύνουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους και να ακολουθήσουν μουσική καριέρα. Για να βοηθήσουν, θα αγοράσουν στον μικρό Rory, στην ηλικία των 9, την πρώτη του κιθάρα, με την οποία ασχολήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου μόνος του. Στην ηλικία των 12 κερδίζει τον πρώτο του μουσικό διαγωνισμό, και με το χρηματικό έπαθλο αγοράζει την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Πλέον, ο νεαρός μουσικός αρχίζει να πειραματίζεται τόσο με τον ακουστικό ήχο, όσο και με τον ηλεκτρικό, συνδυασμό που διατήρησε σε όλη του την καριέρα. Τρία χρόνια αργότερα, θα αγοράσει τελικά την θρυλική κιθάρα του, μία Fender Stratocaster του 1961, το πιο αναγνωρίσιμο και βασικό όργανο του.
Το πρώτο είδος με το οποίο ασχολήθηκε εκτενώς ο Rory, είναι η blues, της οποίας υπήρξε πολύ σημαντικός εκπρόσωπος. Μάλιστα, μοιάζει αρκετά με τον Eric Clapton στο στυλ, μιας και οι δύο μουσικοί συνδυάζουν την rock με την blues, παρουσιάζοντας ανάμεικτο υλικό στους δίσκους και τις συναυλίες τους. Η κύρια επιρροή του Gallagher στα παιδικά του χρόνια ήταν το ραδιόφωνο, και ειδικότερα οι αμερικανοί καλλιτέχνες της blues και της folk. Ουσιαστικά, όλη η ανάπτυξη του ταλέντου του έγινε μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, όπου άκουγε τα τραγούδια και προσπαθούσε να τα αντιγράψει στην κιθάρα με το αυτί. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, δεν μπορούσε να αγοράσει δίσκους των αγαπημένων του μουσικών, οπότε η μουσική που άκουγε προερχόταν, κυρίως, από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, στους οποίους συντονιζόταν μέχρι και πολύ αργά το βράδυ. Πολύ σπάνια, αγόραζε κάποια βιβλία για κιθάρα, όπου εκεί ανακάλυπτε εν τέλει πως λέγονται οι καλλιτέχνες των τραγουδιών των οποίων έπαιζε.
Ο σημαντικότερος μουσικός που τον επηρέασε, όπως και τον Eric Clapton, ήταν ο θρυλικός Muddy Waters. Τελικά, χάρη στην επιμονή του και στην αγάπη του για την μουσική, μέχρι να τελειώσει το σχολείο είχε μάθει να παίζει σαξόφωνο, μπάσο, μαντολίνο, μπάντζο, φυσαρμόνικα και σιτάρ, όργανα τα οποία συμπλήρωσαν πολύ όμορφα τις μουσικές του δεξιότητες. Με το που τελειώνει το σχολείο, εντάσσεται και στο πρώτο του συγκρότημα, τους Fontana, με τους οποίους μάλιστα έκαναν και περιοδεία στη χώρα τους αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, παίζοντας διάσημες επιτυχίες γνωστών μουσικών. Μετά τη διάλυση τους, θα επιστρέψει στο Cork, και πολύ σύντομα θα δημιουργήσει τους Taste, ένα συγκρότημα που πήγε αρκετά καλά και που έφτασε σε σημείο να ανοίγει συναυλίες των Cream και των Blind Faith. Μάλιστα, ο Rory δέχτηκε πρόταση να αντικαταστήσει τον Clapton όταν ο τελευταίος αποχώρησε από το συγκρότημα, αλλά δεν αποδέχτηκε τελικά την πρόσκληση, καθώς θεώρησε ότι δεν ταιριάζουν πολύ με το είδος του και επιθυμούσε να ακολουθήσει δικιά του καριέρα.
Η δεκαετία των 70s βρίσκει τον Ιρλανδό εξαιρετικά φορμαρισμένο, και έχοντας απεμπλακεί από τα πρώην συγκροτήματα του, είναι πλέον έτοιμος να ξεκινήσει ένα μαγικό ταξίδι στη χώρα της blues-rock, ένα ταξίδι το οποίο θα ξεκινήσει με πολύ καλούς οιωνούς. Έρχεται σε επαφή και προσλαμβάνει τον Gerry McAvoy, έναν μπασίστα ο οποίος θα συμβάλλει καθοριστικά στη σταδιοδρομία του, καθώς θα δουλέψουν μαζί για περίπου δύο δεκαετίες, δημιουργώντας μαζί τα περισσότερα άλμπουμ που άφησε ως παρακαταθήκη ο Rory. Η δισκογραφική του παρουσία ξεκινάει με το δυνατό ομώνυμο άλμπουμ Rory Gallagher, και συνεχίζει με το διάσημο Deuce, ένας από τους πιο γνωστούς δίσκους του, ο οποίος είχε ως στόχο να αποδώσει ένα ύφος ζωντανής ηχογράφησης. Ακολουθεί το ζωντανά ηχογραφημένο Live in Europe, από μια μεγάλη περιοδεία, που περιέχει μονάχα δύο τραγούδια που είχαν ηχογραφηθεί πιο παλιά από τον ίδιο, και έπειτα έρχονται τα διάσημα Blueprint και Tattoo (προσωπικό αγαπημένο…). Οι μουσικές καταβολές του μεγάλου κιθαρίστα έχουν αρχίσει να γίνονται πολύ εμφανείς στους δίσκους του, μιας και πέρα από την rock και την blues, συναντάμε συχνά και τραγούδια επηρεασμένα από την folk, την jazz και την country. Έπειτα, θα κυκλοφορήσει ένα ακόμα live album, το Irish Tour ‘74, και τελικά θα φτάσουμε, αφού μεσολαβήσει το κάπως αδιάφορο Against the Grain, στην θρυλική τριάδα Calling Card, Photo-Finish και Top Priority, μία απρόσμενη έκρηξη δημιουργικότητας και μουσικής δεξιοτεχνίας, που έκλεισε την ξέφρενη πορεία του κατά τη δεκαετία του 70 με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Δυστυχώς, στη συνέχεια, ο Rory δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος άνθρωπος. Έχοντας σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού, δυσκολευόταν σε μεγάλο βαθμό να συνέλθει και να βρει τον καλό του εαυτό. Η κατάπτωση είναι εμφανής από τα άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει τα επόμενα χρόνια, αλλά και την αδυναμία στις ζωντανές εμφανίσεις. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι η δημιουργία του Calling Card τον άφησε ερείπιο, καθώς χρειάστηκαν αμέτρητα Irish Coffees (κοκτέιλ αποτελούμενο από καφέ και ιρλανδικό ουίσκι) για την παραγωγή του δίσκου. Επίσης, σύμφωνα με μαρτυρίες του αδερφού του, η συνήθης τακτική του Gallagher για τη συγγραφή ήταν η απομόνωση σε κάποιο δωμάτιο για αρκετές μέρες μαζί με τα όργανα του και μπόλικα μπουκάλια ουίσκι, από το οποίο δεν έβγαινε αν δεν είχε ολοκληρωμένο υλικό έτοιμο για ηχογράφηση. Όμως, παρά τις δυσκολίες που συνάντησε στο δρόμο του, ο Rory κατάφερε να γράψει ιστορία με τη μουσική του και να αφήσει το στίγμα του στην ιρλανδική μουσική, μιας και μαζί με τους Van Morrison, Phil Lynott και Gary Moore υπήρξαν από τους πρώτους μουσικούς της χώρας τους που έκαναν διεθνή μουσική καριέρα.
Αυτό, βέβαια, που εκτίναξε τον μεγάλο μουσικό στα ύψη ήταν οι ζωντανές εμφανίσεις τους, οι οποίες συνήθως κρατούσαν μέχρι και δύο ώρες. Πολλές φορές μπορούσες να δεις τον Rory να αλλάζει ταχύτατα από κιθάρα σε σαξόφωνο, δείχνοντας μεγάλη επιδεξιότητα σε όλα τα όργανα τα οποία χρησιμοποιούσε. Συχνά στις συναυλίες του άκουγες πολλές δικές του διασκευές από γνωστά folk και blues κομμάτια, κίνηση που προκαλούσε συγκίνηση στο κοινό, και ειδικά στους συμπατριώτες του που ήταν μυημένοι στην κέλτικη μουσική. Αν και δεν έκανε πολλές συνεργασίες με άλλους μουσικούς πέρα των υπόλοιπων Ιρλανδών, το 1974, που ήταν κατά πολλούς η καλύτερη χρονιά της καριέρας του, οι Rolling Stones τον κάλεσαν για μία κοινή ηχογράφηση στην Ολλανδία, μετά την αποχώρηση του Mick Taylor. Παράλληλα, έλαβε και προσκληση να συμμετάσχει σε ηχογραφήσεις ενός μεγάλου παιδικού του ήρωα, του Jerry Lee Lewis, καθώς και να ηχογραφήσει με τον Albert King στο φημισμένο τζαζ φεστιβάλ του Μοντρέ, αλλά και με τον Chris Barber. Ένα ακόμα μεγάλο επίτευγμα του Rory ήταν να γράψει ιστορία και στην τηλεόραση, όταν έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που εμφανίστηκε στο φημισμένο Rockpalast, ένα πολύ γνωστό γερμανικό τηλεοπτικό σόου μουσικής, έχοντας στη ζωντανή μετάδοση περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους να παρακολουθούν κάθε του κίνηση και να ακούνε κάθε ήχο που παράγει.
Ο Rory Gallagher είναι και πολύ αγάπητος στη χώρα μας από την αρχή της διεθνούς καριέρας του. Μάλιστα, είχαμε και την τιμή να τον φιλοξενήσουμε για μία συναυλία το 1981 στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, από τις πρώτες συναυλίες μεγάλων μουσικών στη χώρα μας, η οποία υπήρξε επεισοδιακή και δημιούργησε άσχημη εικόνα στην ξένη μουσική κοινότητα (για περισσότερα ανατρέξτε εδώ). Η συναυλία ηχογραφήθηκε, φέροντας τον τίτλο Live in Athens, ωστόσο κυκλοφόρησε μόνο πειρατικά, καθιστώντας κάθε κόπια της εξαιρετικά σπάνια.
Ο Ιρλανδός δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά ποτέ. Στα 44 του δήλωνε χαρακτηριστικά: “Έχω κάνει τόσες περιοδείες όσες κανένας άλλος Ευρωπαίος καλλιτέχνης. Περιόδευα τόσο πολύ για το δικό μου καλό. Δε μου άφησε πολύ χρόνο για κάτι άλλο, δυστυχώς... Δε μπορείς να διαμορφώσεις οικογενειακή ζωή ή κάτι παρόμοιο, κάτι που κάνει όλες τις σχέσεις σου ιδιαίτερα δύσκολες. Υπάρχει πάντα κάτι συγκεκριμένο που λείπει από τη ζωή σου. Ως άνθρωπος μπορείς να προσφέρεις συγκεκριμένα πράγματα, όχι μόνο από φυσικής κατάστασης αλλά και από συναισθηματικής...” Αν και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με ναρκωτικά, καθώς είχε μεγαλώσει στο άκρως συντηρητικό περιβάλλον του Cork, το μεγάλο θέμα με το αλκοόλ έμελλε να συμβάλλει καταστρεπτικά στη ζωή του.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Rory είχε εθιστεί στα συνταγογραφούμενα ηρεμιστικά, τα οποία λάμβανε κυρίως για να καταπολεμήσει την πετοφοβία που είχε αναπτύξει. Τελικά, το 1995 εισήχθη στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί αποφάσισαν ότι παρά το νεαρό της ηλικίας του, χρειαζόταν μεταμόσχευση του ήπατος, καθώς είχε αναπτύξει ανεπάρκεια. Πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1995 από σταφυλόκοκκο στην εντατική, ενώ είχε ήδη κάνει τη μεταμόσχευση και παρουσίαζε επιπλοκές από την επέμβαση, στην ηλικία των 47. Πολλοί μετά το θάνατο του, ανάμεσα τους και ο tour manager του, υποστήριξαν ότι δεν ευθυνόταν κατά αποκλειστικότητα το αλκοόλ, αλλά ότι συνέβαλε κατά πολύ και η βαριά φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε...
Πέρα από τις απίστευτες συναυλίες και περιοδείες του, άφησε πίσω του 11 studio άλμπουμ και 3 live. Έγραψε ιστορία χάρη στην τρομερή του δεξιοτεχνία, τις κιθαριστικές του ικανότητες, τη μουσική του διαίσθηση αλλά και φυσικά χάρη στην “τρέλα” που κουβαλούσε. Εξάλλου, όλα αυτά αποτυπώνονται πολύ όμορφα στα διαμάντια-τραγούδια που μας έκαναν να τον αγαπήσουμε, όπως τα Shadow Play, A Million Miles Away, Moonchild, Tattoo’d Lady, Bad Penny, Philby και πολλά άλλα. Σε όλη του τη ζωή υπήρξε ένα εκατομμύρια μίλια… μπροστά, δημιουργώντας ξεχωριστή μουσική με τις μουσικές του αλχημείες. Φυσικά, πολλοί μουσικοί σε όλον τον κόσμο τον μνημονεύουν και εμπνέονται από αυτόν, προσπαθώντας να μιμηθούν το στυλ του. Δυστυχώς, δεν είναι μαζί μας εδώ και πολλά χρόνια, για να έχουμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε από κοντά και να θαυμάσουμε το ταλέντο του. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να αναλογιστούμε τι άλλο θα είχε προσφέρει, αν δεν είχε πάρει τον κατήφορο τα τελευταία χρόνια. Όπως και να χει, ο ίδιος απολάμβανε κάθε στιγμή της ζωής του, αφήνοντας την καρδιά του να τον οδηγήσει στην ευτυχία και την χαρά. Συναισθήματα τα οποία όλοι χρειάζεται να βιώνουμε καθημερινά…
Artwork: Σοφία Σεμελίδου