5 στα 5: Το καλοκαίρι
Άρωμα, ιδρώτας και καλοκαίρι. Από το μεσογειακό, διακειμενικό Le Mépris των 60’s έως το μελαγχολικό, σκοτεινό La Ciénaga του 21ου αιώνα, δίνουμε προσοχή σε κρυμμένα καλοκαιρινά διαμάντια και κάνουμε αναδρομή στις ηλιοκαμένες ιστορίες τους, μία ιστορία ανά δεκαετία.
LΕ MÉPRIS (60’s)
«Το σινεμά μας δείχνει έναν κόσμο που ταιριάζει στις επιθυμίες μας. Η «Περιφρόνηση» είναι η ιστορία αυτού του κόσμου».
Η «Περιφρόνηση» (Le Mépris) του Jean-Luc Godard ξεκινά με αυτή τη φράση του André Bazin, μεγάλου θεωρητικού του κινηματογράφου, καθώς σιγά-σιγά η κάμερα του εικονιζόμενου σκηνοθέτη στρέφεται σε μας.
Αμέσως, μεταφερόμαστε σε μία τρυφερή σκηνή στο κρεβάτι του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, τους οποίους υποδύονται ο Michel Piccoli και η Brigitte Bardot. Η πρώτη γνωριμία μας με το ζευγάρι γίνεται με την δεύτερη να ρωτάει καθησυχαστικές ερωτήσεις στον σύντροφο της και με την κάμερα να εστιάζει ξεκάθαρα στα γυμνά οπίσθια της. Τα στούντιο και οι παραγωγοί, βλέποντας το άστρο της Bardot αναγκάζουν τον Godard να «χρησιμοποιήσει» στην ταινία το γυμνό σώμα της για να πωληθούν περισσότερα εισιτήρια. Ο Godard, πάντα αντιδραστικός, κινηματογραφεί αυτή τη σκηνή σε τρία χρώματα: Κόκκινο, Λευκό, Μπλε. Τα χρώματα της Γαλλικής σημαίας. Τι πιο περιφρονητικό; Αρχίζοντας από αυτή την εισαγωγική σκηνή και συνεχίζοντας μέχρι το τέλος της ταινίας μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα τεκταινόμενα μέσα από το πρίσμα της Επιθυμίας.
H ελλειπτική πλοκή της ταινίας έχει να κάνει με τα γυρίσματα μιας μεταφοράς της Οδύσσειας στο μεσογειακό τοπίο της Ιταλίας από τον μεγάλο σκηνοθέτη Fritz Lang (που εδώ εμφανίζεται να παίζει τον εαυτό του) και το σχίσμα που προκαλείται στο ζευγάρι Piccoli – Bardot όταν ο Αμερικάνος παραγωγός της ταινίας αρχίζει να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα της Bardot. Η ειδυλλιακή σχέση του ζευγαριού στην αρχή της ταινίας αρχίζει να φθείρεται, καθώς η πραγματικότητα αρχίζει να παραλληλίζει όλο και περισσότερο την Οδύσσεια.
Η «Περιφρόνηση» του Godard είναι μία ταινία πολυεπίπεδη στην αυτοαναφορικότητα της, αλλά και στα συναισθήματα της. Σε πρώτη ματιά ίσως να μην είναι προφανές το μεγαλείο της, ωστόσο όταν βυθίζεσαι στη μεθυστική ομορφιά της ευρυγώνιας φωτογραφίας και στο τραγικό κεντρικό ρομάντζο αρχίζεις να ανακαλύπτεις και τις χάρες της.
Είναι ο κινηματογράφος μέσα από τα παιχνιδιάρικα και αιχμηρά μάτια του Godard.
«Όσον αφορά τις ταινίες, τα όνειρα δεν αρκούν».
JAWS (70’s)
Η κλασική ταινία του Spielberg και η ταινία που γέννησε την ίδια την έννοια του καλοκαιρινού blockbuster. Περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, η πλοκή του Jaws έχει να κάνει με την απρόσμενη εμφάνιση ενός θανατηφόρου καρχαρία στο φιλήσυχο νησάκι Amity. Αρχικά, ο δήμαρχος αγνοώντας τον κίνδυνο που παρουσιάζει ο μεγάλος λευκός καρχαρίας αρνείται να κλείσει τις παραλίες (φτάνει και στο σημείο να ενθαρρύνει τους λουόμενους να μπουν στην θάλασσα), ενώ οι ειδικοί επιχειρηματολογούν επί ματαίω. H πόλη Amity περιμένει το καλοκαίρι για να αντεπεξέλθει οικονομικά στο υπόλοιπο έτος, γεγονός που ωθεί τη πλειοψηφία των κατοίκων να υποστηρίξουν αρχικά την απόφαση του δημάρχου. Όταν επιτέλους δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί η επιθετική ύπαρξη του καρχαρία, εφόσον αυξάνονται τα θύματα, ο αρχηγός της αστυνομίας, ένας γιάπης ωκεανογράφος και ένας έμπειρος κυνηγός καρχαριών θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι εξόντωσης.
Ο Spielberg αντλεί μεγάλη επιρροή από τον Hitchcock, κάτι που είναι εμφανές με το χτίσιμο της αγωνίας και πολλές φορές με τον δραματικό τρόπο που δομεί τα πλάνα του. Το άγνωστο της θάλασσας και ο επικείμενος κίνδυνος δημιουργούν ένα πρωτόγονο τρόμο αναμειγμένο με μία ατόφια αίσθηση περιπέτειας.
Στο πρώτο μισό της ταινίας ο Spielberg μας παρουσιάζει με νηφάλιο και χαοτικό τρόπο την ρεαλιστική μικροπολιτική μιας χωριανής κοινότητας. Στο δεύτερο μισό αφαιρεί τις περιττότητες της μοντέρνας κοινωνίας για να μας μεταφέρει σε έναν πιο στοιχειώδες χώρο, αυτόν της συμβίωσης του πενιχρού πληρώματος και της επιβίωσης τους. Με αυτή τη λιτότητα, ο χώρος αποδεικνύεται ακόμα πιο ορμητικός όσον αφορά την φυσικότητα του.
Το Jaws, ωστόσο, ακόμα και χωρίς οποιαδήποτε άλλη εμβάθυνση στους χαρακτήρες και στο κοινωνικό σχολιασμό που προσφέρει, παραμένει μια αμιγώς διασκεδαστική εμπειρία η οποία συνεχίζει να συλλαμβάνει τη φαντασία 35 χρόνια μετά.
LE RAYON VERT (80’s)
Μία μοναχική γυναίκα, η Delphine, πρέπει να αντιμετωπίσει την μοναξιά της κατά τη διάρκεια ενός αποπνικτικού καλοκαιριού. Μεταφέρει τον εαυτό της από τόπο σε τόπο προσπαθώντας να βρει αυτό που της λείπει, αυτοπεριοριζόμενη από τις ίδιες της τις προσδοκίες. Δυνητικοί εραστές και αποξενωμένοι φίλοι μπαινοβγαίνουν από την ζωή της αφήνοντας την σε ένα συναισθηματικό κενό.
Στο Le Rayon Vert ο Éric Rohmer, παλαίμαχος και πρωτεργάτης του Νέου Γαλλικού Κύματος, ντύνει για άλλη μια φορά την ενδόμυχη εξερεύνηση των πρωταγωνιστών του με τον σήμα κατατεθέν αέρα αυτοσχεδιασμού. Οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες και μερικές φορές είναι ορατά ακόμη και τα μέσα κινηματογράφησης. Κάτι που στα χέρια άλλων σκηνοθετών φαίνεται ερασιτεχνικό, στα χέρια του Rohmer δίνει την αίσθηση της χειροποίητης εμπειρίας.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας η Delphine προσπαθεί να βρει γαλήνη στην παρουσία των άλλων ανθρώπων, όμως όσο προσπαθεί τόσο τραβιέται ολοένα πιο μακριά τους. Το ηλιοβασίλεμα και η ομότιτλη πράσινα λωρίδα που το συνοδεύει αποτελούν μια λύτρωση. Και η Delphine σίγουρα δεν είναι η μόνη που βρήκε μία κάποια λύτρωση σε ένα καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα.
ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (90’s)
Σε ένα ταξίδι για να συναντήσουν τις οικογένειες τους τρία μπατζανάκια (τους υποδύονται οι Μπουλάς, Ζουγανέλης, Μπακιρτζής) γνωρίζουν την τραγική νομοτέλεια του ανεκπλήρωτου έρωτα και έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός “ότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από αυτόν εκπέσανε”.
Η ταινία δρόμου-ορόσημο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Σίγουρα δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι βίντεο στο youtube με τις καλύτερες σκηνές της ταινίας κρατάνε σε διάρκεια όσο και η μισή ταινία. Το Ας περιμένουν οι γυναίκες του Σταύρου Τσιώλη είναι μια ταινία αγαπημένη από το ελληνικό κοινό όσο λίγες άλλες. Και δεν είναι δύσκολο να δούμε τον λόγο.
Οι τρεις πρωταγωνιστές σφύζουν από ζωή και οι ερμηνείες τους είναι εικονακλαστικές. Το χιούμορ ακροβατεί συνεχώς στο σουρεαλισμό της ανθρώπινης επικοινωνίας (πολλές είναι οι φορές που οι συμβάσεις της γλώσσας τροποποιούνται και οι αντιδράσεις είναι απρόσμενες) και στην αναπόφευκτη περατότητα του ρομαντισμού.
Στις προηγούμενες ταινίες του, όπως το Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε και το Μια τόσο μακρινή απουσία, ο Σταύρος Τσιώλης έχει ένα πιο αργό και στοχαστικό ρυθμό, συγκρίσιμο με του Αγγελόπουλου. Σε αυτές τις ταινίες τα αστεία υπάρχουν φυσικά ακόμα, αλλά είναι πιο διακριτικά, καλύτερα κρυμμένα πίσω από την διαλογιστική ποιότητα του έργου. Στο Ας περιμένουν οι γυναίκες παρατηρείται μία πιο εκρηκτική προσέγγιση στο χιούμορ, κάτι που δίνει μεγαλύτερη έμφαση και βάθος στις στιγμές της ερωτικής απελπισίας των χαρακτήρων.
Στο Ας περιμένουν οι γυναίκες ο Τσιώλης βρίσκει τη δική του ισορροπία και δημιουργεί ίσως την πιο σημαντική του ταινία.
LA CIÉNAGA (00’s)
Βρεγμένα μαλλιά, σκόνη, υγρασία, αίμα, αντηλιακό, λάσπη. Σε αυτή την απεικόνιση της καλοκαιρινής Αργεντινής η απλή, ανιαρή καθημερινότητα παίρνει την διάσταση του θρίλερ. Η ευκατάστατη οικογένεια στο κέντρο της ταινίας είναι ένα συνονθύλευμα ατόμων σε ψυχολογική σήψη.
Οι συνέπειες της αποικιοκρατίας και του καθολικισμού είναι εμφανείς στον τρόπο με τον οποίο η μπουρζουά οικογένεια συμπεριφέρεται (με την εξαίρεση της μιας κόρης) στην Ιθαγενή βοηθό του σπιτιού. Ο καθολικισμός επισυνάπτει και την διαιώνιση της καταπίεσης του ατόμου. Όπως το αλκοόλ έχει τον έλεγχο στην ζωή της Mecha και του Gregorio, όπως η ερωτική επιθυμία στην ζωή της Tali, έτσι και Παρθένος Μαρία που εμφανίζεται σε επίλεκτους πιστούς, όπως μας πληροφορούν ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια της ταινίας, έχει τον έλεγχο στην ζωή της Αργεντινής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που τόσο συχνά βλέπουμε άτομα να αιμορραγούν. Το αίμα είναι η αποκάλυψη της αποσύνθεσης.
Η Lucrecia Martel φτιάχνει με το La Ciénaga (Ο Βάλτος) ένα σκοτεινό ψυχολογικό δράμα στο οποίο τα βλέμματα και οι χειρονομίες λένε πιο πολλά από αυτά που θα μπορούσαν να πουν οι λέξεις. Όπως και στο μεταγενέστερο Headless Woman, εδώ το μυστήριο δεν βρίσκεται σε κάποια αποκάλυψη στην πλοκή, αλλά στο μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Κάτι πολύ ενδιαφέρον που καταφέρνει η Martel είναι η αντιστροφή του φαινομένου του male gaze. Στο La Ciénaga οι γυναίκες και οι έφηβες κοπέλες είναι άτομα με σεξουαλικές ορμές και αυτενέργεια, κάτι που συμβαίνει σπάνια σε ταινία σκηνοθετημένη από άντρα.
Ο κόσμος της ταινίας είναι φτιαγμένος από τις κλωστές των εφιαλτών των παιδιών και των απογοητεύσεων των ενηλίκων. Η Martel το περιγράφει ως «Μια κοινωνία που ζει αόριστα ελπίζοντας ότι τίποτα δεν θα αλλάξει και τρομοκρατημένη ότι όλα θα συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται επ' αόριστον.» Στο τέλος η Tali θα πάρει την θέση της δίπλα στην βρώμικη, παρατημένη πισίνα, πάνω στην κεκλιμένη ξαπλώστρα, έτοιμη να επαναλάβει τα λάθη των προγόνων, αναισθητοποιημένη στην ταξικά επιβεβλημένη λήθη της.
Artwork: Ελένη Θεοχάρη