Υπομονή
Υπομονή είναι η γη που φυτρώνει γρήγορα, μόνο πιο αργά απ’ ότι μπορεί να δει το μάτι σε μια μέρα. Τα σποράκια τα θάβεις ζωντανά, αλλά δεν τα ξεχνάς. Πας και τα ποτίζεις και ξεχορταριάζεις από γύρω. Τους σφυρίζεις τα μυστικά σου τραγούδια, προσέχεις μην πατήσεις πάνω τους. Μια μέρα, κεντάνε βλαστάρια και μοσχομυρίζει ο τόπος. Κι αυτό όταν το μαθαίνεις πιτσιρίκι, σου φαίνεται ατόφια μαγεία και αρκεί για να περιμένεις να ‘ρθει πάλι η άνοιξη.
Ο αγρότης είναι το πιο μάγκικο αρχέτυπο της στωικής υπομονής. Κανένας αγρότης δε θα πει ποτέ του πως περιμένει τη γη να φυτρώσει. Κι ούτε και “κάνω υπομονή” λέει, εδώ που τα λέμε. Σηκώνεται και ψήνει τον καφέ του κι ακούει τις ρίζες να σκάβουν το χώμα. Στηρίζεται στο τιμόνι του που τρέμει και μυρίζει τις βροχές απ’ το μισοκατεβασμένο παράθυρο. Προσεύχεται σε πράγματα που υπάρχουν, μόνο που υπάρχουν κάτω από τα πόδια του, τα πιο πάνω τα βλαστημάει μ’ ευκολία. Για να τον πάρει ο ύπνος μετράει καλάμια να στηρίξουν τα σπαρτά του όρθια και βρίσκει τρόπους να περπατήσει χιλιόμετρα, σε μια φτυσιά γη εκατό επί διακόσια, που την λέει δική του, κι ας είναι δικός της. Δεν “κάνει υπομονή”. Δεν κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Την πράττει, την τελεί, την κάνει την υπομονή, ενεργητικά. Όπως ο πιστός τελεί ένα μυστήριο με σκυφτό κεφάλι, μόνο αναμμένο.
Κάθε φορά που φοβάται, την κάνει. Κάθε φορά που καταριέται, κάθε φορά που βρίσκει νέα λόγια να στολίσει την τύχη του, που μαύρισε με τα σύννεφα και βάρυνε από τα κρύσταλλα που εκείνα ρίχνουν, κάνει την υπομονή. Κάθε φορά που ματώνουν τα νύχια του από μέσα, όπως ενός μωρού που πιάνει την μπάλα του μπάσκετ, κάνει την υπομονή. Κάθε μέρα που για να τελειώσει, πρέπει εκείνος να πνιγεί σε μια πισίνα τσίπουρο, κάνει την υπομονή. Γίνεται πέτρινος μέχρι η γη να μαλακώσει και να του δώσει το σταφύλι και την ελιά και τ’ αμύγδαλο που ‘ναι δικά του. Κι η γη έχει μάθει να υπακούει στους πέτρινους ανθρώπους. Υπομονή, θυμήσου, είναι η γη που φυτρώνει γρήγορα.
Υπομονή δεν είναι να περιμένεις τον χρόνο να περάσει, ούτε να σφίγγεις τα δόντια όσο σου χώνει τα μούτρα στη γη. Υπομονή είναι να ξέρεις πως ακόμα και το χώμα, από πηλό που σκλήρυνε, σκίζεται από ένα φύλλο που μεγαλώνει, αρκεί να το αγαπάς και να του το δείχνεις με τα χέρια σου. Όσο πιο πολύ τα ρημάξεις τα χέρια σου, τόσο πιο όμορφο ξανοίγεται το βλαστάρι, αλλιώς τι να τα κάνεις τα ξερά σου; Την υπομονή την κάνει μόνο αυτός που ξέρει πως χρόνος δεν υπάρχει, ούτε κι υπήρξε, ούτε και θα υπάρξει, γιατί ο χρόνος μετριέται όσο μετράει ο άνθρωπος, κι οι άνθρωποι που κάνουν δε μετράνε. Οι άνθρωποι που κάνουν, απλά κάνουν. Κι οι μεγάλες επιστροφές, πιο αδύναμες από τη γη καθώς είναι, υπακούνε στους ανθρώπους που κάνουν. Κι η άνοιξη ξαναγυρίζει.
Κι ο αγρότης, αφού δεν κάνει πια υπομονή, σφυρίζει και σφίγγει απαλά το κλαδευτήρι.
“That night when she saw it, grandpa said, a forest grew between fluoxetine [Maria VS] and her 35mm film, but the more persistently she clicked, the more it started to look a lot like a field.”