Βιβλιοπροτάσεις
Ψάχνω να γράψω κάτι σχετικό με τα βιβλία, την φιλαναγνωσία στην καραντίνα, τους αμέτρητους ορίζοντες που ενδεχομένως να ανοιχτούν. Κάτι που εν τέλει θα είναι τόσο αθεράπευτα κλισέ, που δεν θα ικανοποιεί ούτε τη δική μου τέρψη. Πιο σημαντικό θεωρώ πως είναι να ξεκαθαριστεί ότι το διάβασμα από μόνο του δεν μας καθιστά ανώτερους.
Η διαδικτυακή περιήγηση ίσως με βοηθήσει να δανειστώ μια φράση, μια πρόταση ώστε να συνταχθεί μια πρέπουσα εισαγωγή για να μην πέσουμε κατευθείαν στα βαθιά. Αν’ αυτού σκοντάφτω πάνω σε κάτι άρθρα του στυλ: “Βγες ραντεβού μ’ ένα αγόρι/κορίτσι που διαβάζει…”, τόσο στερεοτυπικά δομημένα που αναρωτιέμαι αν αναφέρονται και αν απευθύνονται σε κανονικούς ανθρώπους.
Στο συγκρουσιακό επίπεδο, όπου η παραίσθηση δεν υπερισχύει της πραγματικότητας, είναι βέβαιο πως η συναισθηματική νοημοσύνη δεν καθορίζεται μονάχα από τις σελίδες που καταναλώνονται. Όσοι διαβάζουν μπορούν κάλλιστα, όπως και όλοι εν γένει, την ίδια προσήλωση να δώσουν και σε άλλες ενασχολήσεις, και όσοι δεν διαβάζουν πιθανόν να μην έχουν βρει ακόμα αυτό που θα τους ιντριγκάρει να το κάνουν.
Βγείτε με όποι@ γουστάρετε!
Κάτι τρέχει με την οικογένεια
Έθνος, Πόθος και Συγγένεια την εποχή της Κρίσης
Δημήτρης Παπανικολάου (εκδ. Πατάκη) (Ιούλιος 2018)
“...Βίωσα την οικογενειακή θαλπωρή και μαζί την οικογενειακή ασφυξία…”. Ο μεγάλος στοχαστής Κώστας Αξελός ανακαλεί μνήμες από το προσωπικό του αρχείο, τονίζοντας πως το ελληνικό περιβάλλον, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν του προσέφερε όρεξη και όραμα για μια νέα προοπτική [1]. Η φράση αυτή παρ’ ότι αφορά μια κατάσταση βιωμένη σχεδόν έναν αιώνα πριν, είναι αρκετά γνώριμη, οικεία. Είναι έτοιμη να ξεστομιστεί από πολλούς.
Επ’ αυτού μια σατανική σύμπτωση διακατέχει τα πολιτισμικά προϊόντα του σήμερα. Μια πληθώρα πολιτισμικών κειμένων [2] ασχολείται με την οικογένεια, την ασφυξία, τον αναβρασμό που προκύπτει μέσα από τις ενδότερες σχέσεις της. Είναι γνωστό πως το ελληνικό σινεμά τη δεκαετία που μόλις πέρασε “έκανε καριέρα” με αυτή τη θεματολογία. Σε θεσμικό επίπεδο, βραβεία κύρους απονεμήθηκαν στον “Κυνόδοντα” και το “Miss Violence”, κάνοντας πολλούς να αναρωτιούνται: Τι τρέχει με την Ελληνική Οικογένεια ;
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διαπίστωσε πως η παραπάνω σύμπτωση είναι ένα πολύ καλό ερέθισμα για να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος. Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και με ειδίκευση στις Σπουδές Φύλου τονίζει εδώ και καιρό πως η ελληνική δημόσια σφαίρα διακατέχεται από έντονα προβλήματα. Η διαιώνιση κάποιων ηθικών κωδίκων εν πολλοίς τοξικών, ο “λάιτ” σεξισμός και η ομοφοβία είναι κάποια χαρακτηριστικά εξ αυτών. Μια ενδεχόμενη πηγή αυτών των δεινών είναι και η ίδια η οικογένεια ή ακριβέστερα μια παλαιού τύπου ετεροκανονική οικογένεια.
Αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς μελέτης στα προαναφερθέντα, το συγκεκριμένο βιβλίο προσφέρει μια διέξοδο ώστε ν’ αποπειραθούμε να αναθεωρήσουμε αυτά που εκ παραδρομής θεωρούνται δεδομένα. Ο Παπανικολάου δεν αναλώνεται σε αισθητική κριτική πάνω στα προϊόντα κουλτούρας. Εξάλλου αν το έκανε θα ξέφευγε από το στόχο του. Εξετάζει τις πτυχές και τις προεκτάσεις που προκύπτουν με τρόπο εξόχως πολιτικό.
Ο θεσμός της οικογένειας τονώθηκε όσο κανείς άλλος στη νεωτερική εποχή. Αποδόθηκαν σε αυτόν δάφνες ιερότητας, αρκετές για να αποτελέσει πρότυπο για ένα ολόκληρο έθνος. Κατά την δικτατορία, ο Λαϊκός Ελληνικός Κινηματογράφος στρέφεται προς την οικογενειολατρεία με τρόπο απροσδόκητα εμμονικό. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του εξωφύλλου που φιλοτέχνησε ο Γιώργος Γούσης. Το “μικροαστικό σαλονάκι” φιγουράρει σε αναρίθμητες ταινίες τέτοιου τύπου, όπου κεντρικό θέμα είναι συνήθως η συζυγική αποκατάσταση. Μια ευχάριστη ατμόσφαιρα που πίσω από αυτήν ενδεχομένως να κρύβονται ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία.
Θα περίμενε κανείς ότι ο εκσυγχρονισμός και η ευμάρεια που ακολούθησε ίσως απαγκίστρωσαν τις ενδόμυχες οικογενειακές σχέσεις από τέτοιου είδους θεωρήσεις και πρακτικές. Όμως αυτό ποτέ δε συνέβη, τουναντίον όλοι ήταν θεατές μιας επίπλαστης πραγματικότητας. “Παρίσταναν πως ζουν, ενώ ταυτόχρονα αργοπέθαιναν σε πολυτελείς τάφους” [3]. Η Ελληνική κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας ‘80 χαρακτηρίζεται από νέες μορφές συντηρητισμού και εθνικοφροσύνης. Τα κινήματα για αναγνώριση δικαιωμάτων, για επαναπροσδιορισμό των έμφυλων σχέσεων διασκορπίζονται και η δυναμική τους χάνεται.
Η δημοσιονομική κρίση είναι εκείνη που θα διαταράξει τις καταστάσεις. Οι άνεργοι νέοι θα επιστρέψουν στην οικογενειακή εστία, διερωτώμενοι αν είναι το μόνο που τους έχει απομείνει για τον καθορισμό της ζωής τους. Εδώ ο Παπανικολάου προτείνει μια αναστοχαστική επιστροφή στο παρελθόν. Με τρόπο ενσώματο, κριτικό, να απεμπλακούμε απ’ ότι μέχρι πρότινος θεωρούμε “φυσικό”. Η “αναταραχή αρχείου” είναι η μόνη λύση για να φανταστούμε όχι μόνο νέου τύπου οικογένειες, αλλά νέες κοινωνίες, νέα φαντασιακά [4]. Διότι απλούστατα το αρχείο του καθενός μπορεί να είναι γεμάτο με νέες προοπτικές, και όχι απαραίτητα με δομημένες ιεραρχίες που μας προκαλούν σύγχυση.
Το “Κάτι τρέχει με την οικογένεια” δεν είναι μια αποτύπωση της ιδιαιτερότητας της Ελληνικής Οικογένειας μέσα από τα προϊόντα κουλτούρας. Παρόμοια χαρακτηριστικά μπορούμε να δούμε και σε οικογένειες άλλων χωρών. Στόχος του βιβλίου δεν είναι άλλος από την άμβλυνση της κουβέντας. Για τα εν οίκω και τα εν δήμω, το πως συνδέονται και το πως μας καθορίζουν. Μια διαδικασία που με ακαδημαϊκούς όρους, ονομάζουμε πολιτισμική γενεαλογία.
Η Επινόηση της Αειφορίας
Πως επικράτησε το δόγμα της Αέναης Προόδου
Γιώργος Σμπώκος, (εκδ. Οκτώ) (Δεκέμβριος 2015)
O Henry David Thoreau ταλανιζόταν από ένα αναπάντεχο ερώτημα, συνοδευόμενο πάντα με μια εξέχουσα αβεβαιότητα. Το πως ο ανθρώπινος πολιτισμός θα μπορέσει να αναπτύσσεται, να καινοτομεί, να εξελίσσεται χωρίς να καταστρέφει το περιβάλλον, ή ακόμα καλύτερα πως δε θα εξανεμίζει τους φυσικούς πόρους και δε θα επηρεάζει τους βιογεωχημικούς κύκλους του πλανήτη.
Από τα φιλοσοφικά κείμενα του Thoreau έως και σήμερα πολλά έχουν προκύψει. Τα διλήμματα αποτέλεσαν πολιτικό διάβημα, οι διεκδικήσεις νομοθετικές αλλαγές και εκείνες εν συνεχεία τεχνολογικές καινοτομίες. Μέχρι να φτάσουμε στην πιο σημαντική ενέργεια απ΄ όλες, την αλλαγή του οικονομικού συστήματος [5].
Η αειφορία, ή όπως την αποκαλούμε σήμερα, η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί τον απόγονο του καταναλωτικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Μια πολλά υποσχόμενη νέου τύπου συνθήκη για τη συμπόρευση οικονομίας και οικολογίας. Το μόνο όμως που προκύπτει με τη θέσπιση της, πέρα από την αρχική ανακούφιση, είναι πως τα πράγματα κάθε άλλο παρά αισιόδοξα είναι. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, οι ανθρώπινες δραστηριότητες κρίνονται ακόμα ως επιβλαβείς για την εναρμονισμένη συμβίωση του είδους μας με τη φύση.
“Η Επινόηση της Αειφορίας” δεν είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε λίγους και ειδικούς. Δεν είναι απαραίτητο ο αναγνώστης να είναι εξοικειωμένος με όρια ατμοσφαιρικών ρύπων, διακρατικές συνθήκες, περίεργα ακρωνύμια όπως ο γραφών υποτίθεται πως ειδικεύεται σε αυτά και σπουδάζει. Ο Γιώργος Σμπώκος, νομικός με κύρια ενασχόληση στα περιβαλλοντικά θέματα, είναι έτοιμος να κατατοπίσει μέχρι και το πιο αμύητο επίδοξο αναγνώστη. Να τον ενημερώσει για τον παραλογισμό που συνοδεύεται πίσω από την “αειφορία” και τη μη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού αυτού μοντέλου.
Εμπλουτισμένο με παραλληλισμούς, ιστορίες και διεπιστημονικές μελέτες η ανάγνωση του βιβλίου καθίσταται συναρπαστικότερη από μια στείρα αποτύπωση νομικών και ιστορικών στοιχείων. Η πολιτική του διάσταση, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για μια διαφορετική ανάγνωση, μια διαφορετική αντιμετώπιση των τεκταινόμενων. Κατά το Σμπώκο, υπάρχει φως στο τούνελ, με την προϋπόθεση ο πολίτης να είναι πλήρως ενημερωμένος. Όπως τονίζεται, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και μόνο εξοπλισμένοι με γνώση είμαστε διατεθειμένοι να επαναπροσδιορίσουμε τους θεσμούς. Ο συγγραφέας δεν παρατάσσει κάποιο επαναστατικό μανιφέστο, αλλά την πιθανή επανιεράρχηση των αξιών, την αναζωογόνηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Ένα καινούργιο αναπτυξιακό μοντέλο. Διότι δε χρειάζεται να δούμε απροσδόκητες φυσικές καταστροφές για να αφυπνιστούμε. Η δυστοπία είναι ήδη εδώ, ή τουλάχιστον εκφάνσεις της. Με την τωρινή πανδημία αποδείχτηκε πως, αν καταναλώνουμε αποκλειστικά τα απολύτως απαραίτητα, μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού είναι καταδικασμένο να πεινάσει.
Η ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί μια καλή αφορμή, όχι μόνο για την πρόθεση προάσπισης των φυσικών πόρων, αλλά και τον αναλογισμό του ανθρώπινου πεπρωμένου. Έναν αναλογισμό ώστε τα αρχικά διλήμματα, οι ύπατες αβεβαιότητες, να γίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο θεμελιώδεις.
Τζάκομο Τζόυς
James Joyce
Μετάφραση-Επίμετρο-Ερμηνευτικά Σχόλια:
Άρης Μαραγκόπουλος
εκδ. ΤΟΠΟΣ(Μοτίβο Εκδοτική), (Απρίλιος 2018)
“...Για να προσεγγίσετε μια σοφιστικέ γυναίκα οφείλετε καθώς την πλησιάζετε να κρατάτε ανά χείρας τον Οδυσσέα του James Joyce”. Ο έφηβος Άρης Μαραγκόπουλος διαβάζει αυτή την φράση στο lifestyle περιοδικό “Γυναίκα”, σε στήλη η οποία παραδόξως απευθύνεται σε άντρες. Σίγουρα μπορεί να ιντριγκάρεται από την παρουσία μιας “σοφιστικέ” συντρόφου, αλλά ταυτόχρονα διαβάζοντας τον Joyce δεν έχει φανταστεί τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Έπειτα από κάποιες δεκαετίες, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει την τύχη να έχει πρόσβαση στις μεταφράσεις, τις μεταγραφές, τα παράλληλα κείμενα που έχει συντάξει ο Μαραγκόπουλος για τον James Joyce, ίσως τον πιο απαιτητικό και ευφυή συγγραφέα του περασμένου αιώνα. Μια εργασία που τον κατατάσσει εκεί που πραγματικά πρέπει να βρίσκεται, στο πάνθεον της τέχνης της γραφής. Του αποδίδονται προφανώς τα μέγιστα εύσημα για την διέξοδο στα μεγάλα αυτά έργα. Σε μια εποχή που κατακλυζόμαστε από μια οργιώδη εκδοτική δραστηριότητα μέτριων λογοτεχνημάτων.
Το Τζάκομο Τζόυς, ως μεταθανάτιο έργο, αρχικώς είχε παρερμηνευτεί. Είχε πλασαριστεί ως “ο έρωτας του Joyce” για μια ή πολλές από τις μαθήτριές του στην Τεργέστη, όπου δίδασκε την αγγλική γλώσσα. Το ενδεχόμενο αυτό φαινόταν αρκετά πιθανό, βασιζόμενοι πάντα στα βιογραφικά στοιχεία. Ο Joyce μεγαλωμένος με αυστηρά καθολικά πρότυπα, και συγκεκριμένα εκείνα του τάγματος των ιησουιτών, διακατεχόταν από ενοχές. Ενοχή ακόμα και για το πιο αγνό συναίσθημα, τον πόθο για το σώμα του άλλου. Σήμερα η ερμηνεία αυτή αφορά τους αναγνώστες, οι οποίοι δεν έχουν διάθεση να “διαβάσουν”, αλλά απλώς να τους σερβιριστεί ένα μικρό κείμενο σε στυλ πλατωνικού ρομάντζου. Ο οκνηρός αναγνώστης το μόνο που ενδεχομένως να αντιληφθεί είναι την ύπαρξη της αντρικής ματιάς (male gaze) και όχι το γεγονός πως για τον Joyce το ερωτικό σώμα είναι κάτι άμορφο.
Αυτό το τόσο μικρό σε έκταση κείμενο, αλλά τόσο μεγάλο σε σημασία, αποτέλεσε το λογοτεχνικό του εργαστήρι, ώστε να συγκροτήσει αργότερα τα κορυφαία έργα του. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός πως στο “Πορτραίτο του Καλλιτέχνη”, στον “Οδυσσέα” κ.α. υπάρχουν αυτούσιες φράσεις από το Τζάκομο. Αν δεν μπορεί το συγκεκριμένο βιβλίο να αποτελέσει άνοιγμα προς το Τζοϋσικό σύμπαν, σίγουρα δεν μπορεί κανένα άλλο. Ένα σύμπαν που τρομάζει τους αναγνώστες. Να το ξεκαθαρίσουμε από νωρίς, έτσι προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνεις τα πάντα. Ο αναγνώστης του Ιρλανδού συγγραφέα οφείλει να έχει μια ατέρμονη σχέση μαζί του, καθώς δε μιλάμε για κάτι ευκολοχώνευτο, το οποίο το τελειώνεις μια και έξω.
Ο Joyce κατέφθασε στην Τεργέστη, όχι μόνο για αναζήτηση συνομιλητών τους οποίους αδυνατούσε να βρει στο επαρχιώτικο και συντηρητικό Δουβλίνο. Αναζητούσε μια ελευθεριακή κατάσταση η οποία θα του επέτρεπε να γευτεί τη ζωή στην ολότητά της. Κι αν δεν τα κατάφερε; Kι αν έρχονταν σε αντιδιαστολή αυτά που ζούσε με αυτά που επιθυμούσε; Ίσως να μη μάθουμε ποτέ.
Στο τέλος θα μείνει η λογοτεχνία, η υπερβατική της ορμή. Η δυνατότητα του να προσδίδει εκστατική διάσταση στις πιο απλές εμπειρίες, στα πιο απλά συναισθήματα. Οι κώδικες, η μουσικότητα, οι εικόνες. Ένα μεγάλο δώρο στον αναγνώστη, ώστε να βιώσει την ανάγνωση, χωρίς αυτή να λαμβάνεται ως κάτι το παθητικό. Μια επίμονη διαδικασία ώστε να αναδημιουργήσει τη ζωή του. Γιατί έτσι κι αλλιώς, πόσες ζωές μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν; Ίσως μία το πολύ. **
* το άρθρο της Helen Macdonald για το πως συνδέεται ο συγκεκριμένος πίνακας με την επιρροή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο κλίμα:
** Παράφραση από εισαγωγική αφιέρωση σε βιβλίο φιλικού προσώπου. Το αναφέρω γιατί αλλιώς μπαίνω μέσα για λογοκλοπή.
[1] Από εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης αφιερωμένη στον ίδιο (1985)
[2] Ως πολιτισμικά κείμενα λογίζονται και οι ταινίες, τα θεατρικά έργα ακόμα και τα τραγουδια
[3] Παράφραση από το “Πολυτέλεια και Φαντασία”, Χρήστος Βακαλόπουλος- “Από το Χάος στο χαρτί”, εκδ. ΕΣΤΙΑ
[4] Η “αναταραχή αρχείου” είναι προφανώς εμπνευσμένη από τη “αναταραχή Φύλου” (Gender Trouble) που εισήγαγε η Judith Butler, όσον αφορά τη φεμινιστική θεωρία.
[5] Η Σύνοδος Κορυφής του Ρίο (1992) θεωρείται καθοριστική για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου.
Artwork: Γιώργος Πραχαλιάς από δημιουργίες των Edgar Degas, Marjane Satrapi, Daniel Clowes, Alison Bechdel, Adrian Tomine, Charles Burns, Jamie Hernandez, Annie di Donna και Αλέκου Παπαδάτου.