Όλες οι ώρες είναι γιορτές, αρκεί να βάλεις τα καλά σου. Αν η γιορτή έχει όνομα, ή έχει μια μέρα ολοδική της, τότε αρκούν τα ρούχα που φυλάς ξέχωρα στην άκρη της ντουλάπας. Δεν είναι εύκολο, μα είναι τουλάχιστον ευχάριστο να δίνεις χαμόγελα στον καθρέφτη προβάροντας τα γιορτινά σου. Όμως για τις άλλες γιορτές, εκείνες που δεν τις έχουμε ακόμη συμφωνήσει, μόνο τα ρούχα δεν αρκούν. Πρέπει να φορέσεις και τα καθαρά μάτια σου.
Τα ματάκια σου τα κουβαλάς συνέχεια, μα τα φοράς μόνο σε ξεχωριστές στιγμές. Συνήθως κυλιούνται τεμπέλικα στις τρύπες τους κι αφήνουν το δρόμο να περπατιέται από μόνος του. Άλλοτε κοιτούν μα δε βλέπουν, ή θυμούνται μα δε ξέρουν πως όλα είναι ταξίδι και παράσταση, κι όλο μισοκλείνουν. Ο ύπνος έχει γλύκα, στα μάτια αρέσει να κοιμούνται. Μα κάποτε ξυπνάνε απότομα, όπως τότε που βλέπουν άθελά τους κάτι που το θες, ή όταν τα διατάζεις να συγκεντρωθούν. Κι όταν καρφώσουν τον κόσμο στην ευθεία, σε ντύνουν με τα ρετάλια απ' τη ραπτομηχανή των Θεών κι η ώρα γίνεται γιορτή.
Είναι η ώρα που γυρίζεις σ' έναν τόπο που αγάπησες και βλέπεις, σαν για πρώτη σου φορά, τα σπίτια που με τον καιρό μικρύναν. Είναι η στιγμή που βρίσκεις το μυαλό σου ν' αναρωτιέται πότε και πώς αποφασίσανε απ' το πουθενά οι άνθρωποι να στολίζουν τους τοίχους των σπιτιών τους, ή τα δρομάκια στους κήπους. Ή τότε που σου σκάει ξαφνικά πως κάθε ζωντανός τριγύρω μαζί με τ' όνομα του κουβαλάει όνειρα, ελπίδες και αγάπη για κάτι που αγνοείς. Ναι, κι εκείνοι ακόμη. Τότε είναι που τα μάτια ζωντανεύουν, που το κάλπικο γίνεται φανερό, που όλα είναι πάλι καινούργια.
Τότε έχεις ντυθεί τα ομορφότερα σου ρούχα, γιατί αφήνεις στ' αλήθεια τον κόσμο να χορέψει γύρω σου σφιχτά μέχρι να σε τυλίξει. Τα βουνά γίνονται μανίκια, τα ποτάμια ζώνη και τα σπίτια ζεστά γαντάκια, με κοψίματα στα δάχτυλα τις ανοιχτές τους πόρτες. Τα χρόνια γίνονται πολύχρωμα λαμπιόνια κι αναβοσβήνουν. Τότε η Ώρα γίνεται γιορτή. Σφυρίζεις τον σκοπό των δρόμων, γυρνάς στη γλώσσα σου μέλι, κανέλα και καρύδι, κι ο αέρας γίνεται ξανά πιο ελαφρύς. Κάθε ώρα που δεν είναι τέτοια, δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει να γίνει γιορτή.
Κι όταν θα γίνει πια Γιορτή, κι η ίδια η ώρα πια δε θα μετράει.