Αλναάζιφ, μία όχι τόσο φανταστική ιστορία
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ!
Μέρος δεύτερο
Έτος 360
Ημέρα της Μεγάλης Ρισάλα
Επιτέλους, μετά από τόσους μήνες ταξίδι βλέπω μπροστά μου ξανά τα μεγαλοπρεπή τείχη της πόλης Νόρθον. Υψώνονται απειλητικά και σαν να με προειδοποιούν. Την τελευταία φορά που τα είδα ήμουν ακόμα παιδί και έτρεχα να σωθώ από τους απεσταλμένους του βασιλιά. Δεν κατάλαβα ποτέ μου το γιατί. Πατέρα, είσαι άραγες ακόμα εκεί; Ήρθα πίσω για να μάθω ποιος κρύβεται πίσω από όλα αυτά.
Η άμαξα σταμάτησε. Ήρθε η ώρα να περπατήσουμε ως την πύλη. Ο κόκκινος ήλιος δεσπόζει στην κορυφή του ουρανού και κάνει τις μεταλλικές πανοπλίες των φρουρών της πύλης να λαμποκοπούν. Είναι η μόνη μέρα που οι πύλες της Νόρθον παραμένουν ανοιχτές καθόλη τη διάρκεια της μέρας. Είναι η μέρα της μεγάλης Ρισάλα. Από μικρός ακούω γι’ αυτή την μέρα, και να που τελικά είμαι εδώ για να δω όλα αυτα που άκουγα.
Μπαίνοντας, η μυρωδιά των λουλουδιών και του φρεσκοποτισμένου χώματος των χωραφιών γύρω μου, φέρνουν στο μυαλό εικόνες. Ένα μικρό παιδί που με τον γάιδαρο του πουλάει λαχανικά και φρούτα σε ανθρώπους με φανταχτερούς χιτώνες και θαμπές προσωπικότητες. Ανθρώπους που εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους, που τους έχουν στη δούλεψη τους, δούλους, βάζοντας τους να τους γυαλίζουν τις θαμπερές καρδιές τους. Και εγώ παιδί ταπεινό, έτσι με είχες μάθει. Έμαθα να ζω με τα λίγα. Θυμάμαι, κάθε φορά που καθόμουν και χάζευα τους καλοντυμένους πλούσιους να βγαίνουν από τις πλούσιες άμαξες, εσύ ερχόσουν μου κρατούσες το χέρι και με ένα γελαστό πρόσωπο μου έλεγες «Η ζωή γιε μου, είναι σαν ένα ροδάκινο. Δεν έχει σημασία το πόσο μεγάλο και λαχταριστό φαίνεται, αλλά το πόσο πραγματικά γευστικό είναι».
Δεν σταμάτησα ποτέ να προβληματίζομαι για ότι βλέπω, όμως ποτέ μου δεν αντέδρασα. Τώρα ίσως. Ίσως ήρθε η στιγμή κάτι να γίνει. Βλέπω στον δρόμο γνώριμα πρόσωπα να δουλεύουν σκλάβοι. Νιώθω ντροπή και οργή συνάμα. Χαίρομαι που φορώντας τα ρούχα αυτά δεν με γνωρίζετε φίλοι μου. Ήρθα εδώ για εσάς.
Ανεβαίνω ξανά μετά από καιρό τις μεγάλες σκάλες δίπλα από την μεγάλη πλατεία των Ηρώων. Μαζεμένος ο κόσμος περιμένει να μπει στη Ρισάλα. Καλοντυμένοι όλοι τους. Ακόμα και ο πιο φτωχός. Όλοι περιμένουν στη σειρά για την είσοδο τους στη μεγάλη αυλή της Μαεριφά. Ομάδες μάγων του βασιλείου είναι υπεύθυνοι για τη μεταφορά μας εκεί. Στέκονται αμίλητοι σχηματίζοντας τετράγωνα στο χώρο. Γαλάζιες λάμψεις βγαίνουν από τα χέρια τους, που κινούνται με έναν όμορφο γαλήνιο χορευτικό τρόπο. Ετοιμάζονται να μεταφέρουν άλλη μία μικρή ομάδα ανθρώπων. Ξέρω τι κάνουν. Έχω ξαναπάει στην αυλή της Μαεριφά όταν πριν κάποια χρόνια ο βασιλιάς πήρε την απόφαση ότι εμείς οι λευκοί αξίζουμε περισσότερο από τους μαύρους. Σαν χτες το θυμάμαι. Η ημέρα που οι φίλοι μου κυνηγήθηκαν και εγώ μαζί τους. Και τώρα στέκουν στην άκρη χωρίς δικαίωμα κανένα. Δεν ανήκουν πια σε αυτούς που μπορούν να μπουν στην μεγάλη αυλή. Στέκουν σαν παρατημένοι, όρθιοι να περιμένουν τα αφεντικά τους. Δεν ξέρω αν είμαι εγώ υπεύθυνος για αυτό ή όχι.
Ήρθε η σειρά μας. Μπαίνω στο τετράγωνο και πάλι με το ίδιο συναίσθημα όπως τότε που μπήκα για πρώτη φορά. Συναίσθημα άγχους και ανυπομονησίας. Μαζί με τους άλλους πέντε ήρθαμε με ένα σκοπό. Να μάθουμε τι θα γίνει απόψε. Τι θα αποφασιστεί σε αυτή τη Ρισάλα; Ποιό θα είναι το καινούργιο μήνυμα που θα λάβουμε από τον έξω κόσμο; Και αφού μάθω και τελειώσει όλο αυτό. Γνωρίζοντας πια, θα πάω να βρω τον πατέρα μου και να του σφίξω με το ίδιο χαμόγελο και εγώ το χέρι. Να τον πάρω μακριά από εδώ. Σε ασφαλές μέρος. Να του πω, πως το δικό μου ροδάκινο είναι το πιο ζουμερό από όλα και πως είμαι έτοιμος να φάω την πρώτη μου μπουκιά.
Artwork: Μιχάλης Χιωτέλλης