Απολογισμός
Όταν διαβάζεις το γράμμα αυτό, δεν θα είμαι εδώ, θα είμαι κάπου μακριά, σε ένα μέρος όπου όποιος πήγε δεν γύρισε ποτέ να μας πει πώς ήταν. Το σκεφτόμουν πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό και συμπέρανα πως θα είναι σίγουρα καλύτερος κόσμος από αυτόν που ζω τώρα. Δεν ξέρω ποιος θα διαβάσει πρώτος το γράμμα αυτό, ίσως κάποιος γείτονας, κάποιος αστυνομικός ή ακόμα και κάποιο μέλος της οικογένειας μου. Όποιος κι αν είσαι όμως, μην νιώσεις πως το χαρτί αυτό στάζει δάκρυα, πίκρα ή λύπη, και μην στεναχωρηθείς αφού απλώς έτσι ήταν όλη μου η ζωή. Πάντα το ίδιο σενάριο, λες και κάποιος μεθυσμένος σαδιστής σκηνοθετεί την ζωή μου, με διαφορετικά άτομα σε διαφορετικούς χώρους.
Πρώτα στο σχολείο, με τιμωρίες, αποβολές και περιθωριοποίηση, από μικρός στην τάξη μόνος στα τελευταία θρανία, ανήμπορος να κάνω τον περίγυρο μου περήφανο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα παιδια. Όλοι είχαν στόχους και σχέδια στα τελευταία χρόνια του σχολείου. Είχα και εγώ όνειρα να γίνω κάτι, μα ποτέ δεν έμαθα τι. Αργότερα ήρθε η στιγμή να πάω στον στρατό, ενηλικιώθηκα και πίστεψα για λίγο στον εαυτό μου, όμως όταν πήρα Ι5, όλοι με είπαν τρελό. Έχω συνδέσει το χακί με το καψόνι και την μιζέρια, ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια όταν βλέπω παραλλαγές ανατριχιάζω. Κατέληξα να προσπαθώ να ενσωματωθώ στην κοινωνία βρίσκοντας μια δουλειά, μα όλες οι πόρτες που χτυπούσα ήταν κλειστές για μένα και το μέλλον μου πιο αβέβαιο από ποτέ. Μετά από δύσκολες νύχτες κλεισμένος στον εαυτό μου, σπάνια έβρισκα το κουράγιο να ξεκινήσω την μέρα μου. Καθόμουν με σφιγμένες τις γροθιές μου να κοιτάζω το ταβάνι με βλέμμα εντελώς άδειο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Αυτό άλλαξε όταν γνώρισα εκείνη. Την μόνη γυναίκα που με έκανε να νιώθω μια σπίθα μέσα μου,να είμαι χαρούμενος και μου έδινε κίνητρο να σηκωθώ κάθε πρωί. Και αυτή η γυναίκα που αγάπησα όσο τίποτα, αποφεύγει πλέον να με χαιρετάει. Ποτέ δεν κατάλαβα τις γυναίκες, το σίγουρο είναι όμως ότι κατάλαβα τον έρωτα και την αγάπη και είδα πώς τα τόσο όμορφα αυτά συναισθήματα εναλλάσσονται με το μίσος, την απογοήτευση και την θλίψη και σε βουλιάζουν στον πάτο από την μια στιγμή στην άλλη. Σε μία ζωή γεμάτη με πάθος, μηδενική λογική και πολλά συναισθήματα υπάρχουν και στιγμές που σε ξεπερνούν και το μυαλό παγώνει και δεν νιώθεις τίποτα, ούτε καν πόνο. Δεν ήξερα τι πρέπει να αισθανθώ, αυτό ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τέτοιες καταστάσεις, όπως η τελευταία βόλτα με τον καλύτερο μου φίλο, ίσως τον μόνο άνθρωπο που με καταλάβαινε πραγματικά και με αγάπησε γι’ αυτό ακριβώς που ήμουν και μου στάθηκε όσο κανένας. Δεν μπόρεσα ποτέ να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα του διαλυμένου αμαξιού, την στάμπα από αίμα στην άσφαλτο και τις σειρήνες να κοντεύουν να μου σπάσουν το κεφάλι εκείνο το χάραμα. Δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα τι έγινε εκείνο το βράδυ, ούτε μπορώ να εξηγήσω με λέξεις αυτές τις στιγμές. Το απόλυτο κενό.
Κάπου εδώ θέλω απλά να ζητήσω ένα τελευταίο συγνώμη σε όσους μου στάθηκαν στην ζωή μου, με στήριξαν και τους απογοήτευσα. Συγνώμη στους φίλους που πραγματικά προσπάθησαν να με στηρίξουν και τελικά λύγισαν και εγκατέλειψαν. Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Συγνώμη και στους γονείς μου που δεν ήμουν καλός μαθητής και δεν μπόρεσα ποτέ να σας ικανοποιήσω, το φταίξιμο είναι όλο δικό μου και αναλαμβάνω όλη την ευθύνη για το τι θα ακολουθήσει. Μην νιώσετε ότι φταίτε και μην λυπηθείτε, αν και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα χύσετε ούτε ένα δάκρυ.
Εν τέλει, δεν με νοιάζει που δεν ήμουν ποτέ τυχερός, καθώς ακόμα μεγαλύτερο διεγερτικό από την τύχη είναι η ελπίδα, σε αναγκάζει να παλέψεις και σε κρατάει ζωντανό. Όμως και η τελευταία ελπίδα έσβησε για μένα πλέον. Πριν την συντέλεια είχα σκοπό να θολώσω τα μυαλό μου για μια τελευταία φορά με ψυχοτρόπες ουσίες, όμως αποφάσισα πως το ταξίδι αυτό θέλω να είναι όσο πιο αγνό και ξεκάθαρο γίνεται, γιατί θα είναι μοναδικό. Η ζωή είναι ωραία, αλλά ίσως να μην είναι τελικά για όλους. Φίλε, μου έλειψες πολύ, έρχομαι να σε συναντήσω.
Artwork: Ελένη Θεοχάρη