Το κορίτσι με τα μαυροκόκκινα μάτια
Κάπου πολύ μακριά από εκεί που μάλλον βρίσκεσαι εσύ, σε μέρος που από τη φαντασία θα μπορούσε ίσως να είχε βγει, σε χρόνο μάλλον πολύ μακρινό από το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, ζούσε ένα κορίτσι. Είχε μεγάλα μάτια, μαύρα στο χρώμα και όταν αυτά σε κοιτούσαν τα έβλεπες σιγά σιγά να γεμίζουν κόκκινες κουκίδες. Έτσι όπως το περιγράφω φαντάζει τρομακτικό. Αυτο πάθαιναν και οι άνθρωποι όταν την αντίκριζαν. Τρόμαζαν και για αυτό απέφευγαν να την κοιτάνε στα μάτια.
Το κορίτσι κοιτούσε πάντα μέσα στα μάτια τους άλλους ανθρώπους. Τους κοιτούσε σα να απομνημόνευε κάθε μικρή και σκοτεινή, κάθε μεγάλη και φωτεινή γωνιά της ψυχής τους. Και όταν συγκρατούσε κάθε λεπτομέρεια αυτής, στα μαύρα μάτια της άρχιζαν να διακρίνονται κόκκινες κουκίδες που όλο και μεγάλωναν. Μάλλον αυτό που φοβόντουσαν όλοι ήταν μην το κορίτσι ανακαλύψει κάποιο κρυφό τους πόνο, κάποια κρυφή τους χαρά. Και μάλλον αυτό που αντίκρυζαν τα μάτια του κοριτσιού ήταν όντως το πιο καλά κρυμμένο μυστικό των ανθρώπων.
Εγώ μία φορά κατάφερα να την κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια. Αλλά αυτή η μία φορά ήταν αρκετή για να καταλάβω γιατί τα μάτια της κοκκίνιζαν. Ήταν χειμώνας, μεσάνυχτα. Σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού εκείνου, την είδα να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το κρεβάτι ήταν τόσο μεγάλο και εκείνη έμοιαζε μικροσκοπική πάνω σε αυτό. Ξάπλωσα δίπλα της, έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να βρω το κουράγιο να την κοιτάξω στα μάτια. Φοβόμουν μήπως το κορίτσι έβλεπε τι έχω κρύψει βαθιά στην ψυχή μου. Φοβόμουν μήπως γίνω η αιτία να “ματώσουν” τα μάτια της. Δεν ήθελα να τα δω να κοκκινίζουν. Στη σκέψη και μόνο να τα δω έτσι, αγχωνόμουν. Έμεινα ώρα με κλειστά τα μάτια και σκεφτόμουν πώς ακριβώς να την κοιτάξω για να μην καταλάβει τα μυστικά μου.
Άνοιξα τα μάτια μου και το κορίτσι έλειπε. Αυτό που αντίκρισα μόνο, ήταν κόκκινες κουκίδες παντού. Στους τοίχους, στο ταβάνι, στο κρεβάτι, στα ρούχα μου. Προσπάθησα να σηκωθώ να την ψάξω σε κάποιο άλλο δωμάτιο του σπιτιού, αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ, σαν κάποιος να με έχει ακινητοποιήσει. Άρχισα να αγχώνομαι. Το άγχος έγινε πανικός και ο πανικός φόβος. Ένιωθα πως πλησιάζει η ώρα που αυτός ο κάποιος θα μου κάνει ότι έκανε και στο κορίτσι. Και τότε άκουσα μια φωνή “Ξύπνα!”.
Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν απλά ένα άσχημο όνειρο πέρασε ώρα πολλή. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν ακόμα στο κρεβάτι δίπλα στο κορίτσι. Ο τοίχος λευκός, το ταβάνι λευκό. Το κρεβάτι καθαρό, τα ρούχα μου καθαρά. Αμέσως σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα το κορίτσι βαθιά μέσα στα μάτια. Και αυτό που είδα ήταν τα μάτια μου να με κοιτάζουν προσπαθώντας να σώσουν κάθε πλακωμένο από το άγχος συναίσθημα. Προσπαθώντας να ξεθάψουν κάθε όμορφο, κάθε άσχημο συναίσθημα που έκρυβα τόσο καιρό για να μην το δουν οι άλλοι.
Τα μάτια μου δεν γέμισαν κόκκινες κουκίδες αυτή τη φορά. Και αυτό, γιατί ήξερα κάθε μικρή και σκοτεινή, κάθε μεγάλη και φωτεινή γωνιά της ψυχής μου. Κι αυτό, γιατί έμαθα πως για να καταφέρω να δω στις ψυχές των άλλων, χρειάζεται πρώτα να ανοίξω τη δική μου. Κι αν δεν το καταφέρω θα είναι επειδή οι άλλοι τις θέλουν κλειστές. Κάποια στιγμή όμως οι περισσότεροι θα τις ανοίξουν, για να μην φτάσουν στο σημείο, που έφτασα κι εγώ, να χάσουν τον εαυτό τους.
Artwork: Κατερίνα Θεοχάρη