Δύο οικογένειες, έξι ιστορίες
Πέρασε άλλη μία χρονιά, ξεκίνησε μία καινούρια δεκαετία και κάπου εκεί αρχίζω να σκέφτομαι «Πως περνάνε έτσι τα χρόνια; Μήπως μεγαλώνω πολύ γρήγορα; Τι δεν έκανα πέρυσι; Τι πρέπει να κάνω φέτος;». Στα οικογενειακά τραπέζια που βρέθηκα τον περασμένο μήνα άρχισα να σκέφτομαι και κάτι ακόμη όμως. Τι σκέφτεται η μαμά μου; Η αδερφή μου; Ο θείος μου; Ο παππούς μου; Μοιάζουν καθόλου οι σκέψεις τους με τις δικές μου; Αν μοιάζουν, φταίει η κοντινή μας ηλικία, το ότι μοιραζόμαστε DNA, το ότι με μεγάλωσαν; Και αν δεν μοιάζουν, φταίει η διαφορά ηλικίας, οι διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες στις οποίες μεγαλώσαμε, ή η προσωπικότητα του καθένα;
Το γιατί μοιάζουν ή δεν μοιάζουν θα σας αφήσω να το σκεφτείτε μόνοι σας. Εγώ, ή μάλλον εμείς (γιατί δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το αφιέρωμα χωρίς την βοήθεια άλλων δύο ατόμων), το μόνο που θα κάνουμε είναι να φέρουμε στο τραπέζι τα δεδομένα. Ακολουθεί, λοιπόν, μία σειρά από ερωτήσεις-απαντήσεις, σε δύο διαφορετικές οικογένειες, σε δύο διαφορετικά φύλα, σε άτομα τριών διαφορετικών γενεών. Κάπως έτσι, εύχομαι να αγαπήσετε κι εσείς λίγο περισσότερο την οικογένεια σας, να πάρετε μία μικρή γεύση από το πόσο διαφορετική ζωή έχουν κάνει οι γονείς και οι παππούδες μας αλλά και πόσο τους μοιάζουμε τελικά. Α, και να έχετε μία υπέροχη δεκαετία!
Οικογένεια #1
Πες μου μία σύντομη ιστορία από όταν ήσουν παιδί.
Ελένη, 20: Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ήμουνα χοντρό παιδάκι. Μέχρι να ψηλώσω λίγο και να το πάρω σε μπόι τουλάχιστον! Είχα πολλούς φίλους αλλά θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μία φορά στο σχολείο που ένα παιδάκι ήρθε να με πειράξει για τα κιλά μου. Φορούσα και γυαλιά οπότε ήμουνα λίγο πιο εύκολος στόχος. Αφού ήρθε, λοιπόν, εκεί μπροστά σε όλους τους φίλους μου και είπε ό,τι είχε να πει, εγώ έβαλα τα κλάματα για λίγο και χωρίς καν να το σκεφτώ του πέταξα στο κεφάλι τα κρουασανάκια βουτύρου που έτρωγα. Σταμάτησα να κλαίω και του κόπηκε το γέλιο. Θυμάμαι πόσο περήφανη είχα νιώσει που του έφερα τα κρουασανάκια στο κεφάλι! Και δεν θυμάμαι να με πείραξε ποτέ ξανά κανείς με τον ίδιο τρόπο.
Νικηφόρα, 51: Θα σου πω μία από όταν ήμουνα πρώτη Λυκείου. Θα πηγαίναμε με το σχολείο μονοήμερη στο Πήλιο αλλά ο πατέρας μου δεν με άφηνε να πάω. Δεν υπέγραφε το χαρτί γιατί έλεγε πως εκεί καπνίζουν και δεν του άρεσαν αυτά που κάνουν οι μαθητές στις εκδρομές. Οπότε κι εγώ πλαστογράφησα την υπογραφή του. Έκανα την επανάσταση μου! (γέλια) Μετά την εκδρομή πήγα στην καφετέρια με τους φίλους μου και ήρθε εκεί η μάνα μου και με φώναξε να πάω σπίτι. Έφαγα ένα ξύλο! Πάντα αυτό γινόταν. Πλαστογραφούσα τα χαρτιά για να πάω στις εκδρομές και μετά τα ακούγαμε και εγώ και η μάνα μου, που με κάλυπτε και μου έδινε και χαρτζιλίκι. Είχα πολύ αυστηρό πατέρα.
Γιαγιά Ελένη, κάπου γύρω στα 80: Θυμάμαι τότε που πήγαινα με τον έναν αδερφό μου στις ελιές. Μικροί ήμασταν και παίρναμε το γαϊδουράκι και πηγαίναμε στα κτήματα εκεί πριν την Χαλκίδα. Ανέβαινα εγώ πάνω στο σαμάρι και ο αδερφός μου από πίσω. Ύστερα φορτώναμε τις ελιές πάνω στο γαϊδούρι και γυρνάγαμε με τα πόδια. Το γαϊδούρι μπροστά και εμείς κρατάγαμε την ουρά του και περπατούσαμε από πίσω. Ήταν πολλά χιλιόμετρα δρόμος! Μια φορά, σε ένα ρυάκι που έχει στο δρόμο πηγαίνοντας για Χαλκίδα, συναντήσαμε έναν καλόγερο. Ο αδερφός μου τρόμαξε πάρα πολύ, κρύφτηκε πίσω από τα καπούλια (του γαϊδουριού) κλαίγοντας. «Τι κλαις ρε; Σταμάτα!», του φώναζα εγώ. Αυτός δεν σταματούσε με τίποτα. Κι εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω τα γέλια μου. Μας πλησίασε ο καλόγερος και μας είπε, «μην φοβάστε παιδάκια, εγώ είμαι καλόγερος και βγάζω τα ξερόχορτα από το ρυάκι». Μας μίλησε λίγο ακόμη και έφυγε. Ήταν πάρα πολύ καλός αλλά αυτό το κλάμα του αδερφού μου δεν θα το ξεχάσω.
Σε πόσα/ποια μέρη έχεις ζήσει;
Ελένη: Μεγάλωσα στην Αθήνα και έμεινα εκεί μέχρι να τελειώσω το σχολείο. Πλέον, σπουδάζω και μένω στην Ξάνθη.
Νικηφόρα Στη Μαλεσίνα (χωριό στον νομό Φθιώτιδας) γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ύστερα στα 19 μου έφυγα και ήρθα στην Αθήνα και από τότε μένω εδώ. Με πίεζε η μαμά μου να φύγω για να μην παντρευτώ Μαλεσιναίο και με κάνει ό,τι θέλει. «Να φύγετε, να σπουδάσετε, να μην σας λέει ένας άντρας τι θα κάνετε» έλεγε σε έμενα και στην αδερφή μου.
Γιαγιά Ελένη: Δεν έχω ζήσει πουθενά αλλού, μονάχα εδώ, στη Μαλεσίνα. Πήγαινα στους αδερφούς μου που σπούδαζαν, ο ένας στην Αθήνα και ο άλλος στη Θεσσαλονίκη. Τους έπλενα, τους καθάριζα, ψώνιζα και στα μαγαζιά στην Αθήνα. Αλλά, όχι, μόνο στη Μαλεσίνα έχω ζήσει.
Ποιο είναι το πιο μακρινό σου ταξίδι;
Ελένη: Πήγα πριν ένα χρόνο με την παρέα μου από τη σχολή στη Γερμανία. Σαν κλασσική φοιτητοπαρέα, προφανώς το πρώτο μας ταξίδι μαζί ήταν στο Βερολίνο. Ε, από τότε αποφασίσαμε ότι θα κάνουμε μαζί ένα ταξίδι το χρόνο στο εξωτερικό. Μένει μόνο να δούμε αν θα στηρίξουμε αυτή την απόφαση.
Νικηφόρα: Στη Γερμανία, που πήγα όταν ήμουν 19. Πήγαμε με την κολλητή μου στους γονείς της σε ένα χωριό έξω από την Φρανκφούρτη, ο πατέρας της είχε σουβλατζίδικο εκεί. Με λεωφορείο ταξιδέψαμε 24 ώρες και μείναμε εκεί 15 μέρες. Με αυτήν έχουμε χαθεί πλέον, μετακόμισε από την Αθήνα και μένει στα Τρίκαλα. Ήταν η καλύτερη μου φίλη, ταιριάζαμε πάρα πολύ, είχε παντρευτεί και εγώ ακόμη πήγαινα στο σπίτι της να την δω. Τουλάχιστον μία φορά τη βδομάδα, αν και δεν σπουδάζαμε μαζί. Πολλές φορές έμενα κιόλας εκεί. Ήταν η μοναδική μου φίλη, ήμασταν σαν αδερφές.
Γιαγιά Ελένη: Στο εξωτερικό, στη Ρουμανία. Μεγάλη ήμουν όταν πήγα εκεί, ήμουνα ήδη παντρεμένη και είχα κάνει και παιδιά. Είχε πάει ο παππούς σου με την ομάδα τότε που παίζανε ποδόσφαιρο και είχα πάει κι εγώ μαζί του. Από εκεί είχα πάρει και κάτι υπέροχες πουκαμίσες για τη μάνα σου και τη θεία σου, σταυροβελονιά.
Τελείωσες το σχολείο; Ήσουν ποτέ φοιτήτρια;
Ελένη: Όπως έχω ήδη αναφέρει, τελείωσα το σχολείο, έδωσα πανελλήνιες και τώρα σπουδάζω Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στην Ξάνθη. Είμαι στο 3ο έτος σπουδών και σκέφτομαι ότι, ίσως, αν γύρναγα τον χρόνο πίσω να είχα κάνει άλλες επιλογές.
Νικηφόρα: Τελείωσα το σχολείο και πέρασα μαιευτική στην Αθήνα. Αλλά έκατσα μόνο ένα χρόνο γιατί δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα τα νοσοκομεία. Μετά ξαναέδωσα, μόνο έκθεση, είχαμε άλλο σύστημα πανελληνίων τότε. Και ενώ πήγαινα για δασκάλα, έκανα ένα χάλια μηχανογραφικό και παρότι πέρναγα, κατέληξα στη θεολογία. Δεν μου άρεσε αλλά έκατσα και την τελείωσα.
Γιαγιά Ελένη: Πήγα σχολείο μέχρι την Τετάρτη (δημοτικού). Ύστερα με πήρε η μάνα μου στις ελιές, μαζί με την αδερφή μου για να βγάλουμε το λάδι.
Πότε και ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Ελένη: Στα 19 μου δούλεψα βοηθός σερβιτόρου σε μία ταβέρνα. Δεν έκατσα πολύ στη δουλειά, ένα μήνα μόνο. Αλλά, τουλάχιστον, τώρα ξέρω ότι δεν θα πάω ποτέ ξανά σε αντίστοιχη δουλειά. Έμαθα πράγματα, όμως νομίζω ήταν κακή πρώτη δουλειά για μένα και χαίρομαι που είχα τη δυνατότητα και την επιλογή να φύγω από αυτήν. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έκανα αν έπρεπε να μείνω και να δουλεύω εκεί.
Νικηφόρα: Στο γραφείο που δουλεύω και τώρα, εκδίδει συνδρομητικό περιοδικό. Πήγα περίπου το 1989-1990. Ζητούσε ο άντρας της αδερφής μου υπάλληλο. Ε, και κατέληξα να μείνω μέχρι σήμερα, πήγα στα 21 και τώρα είμαι 51.
Γιαγιά Ελένη: Δούλευα στο μαγαζί του παππού μου, στο ραφείο. Ήταν και ο πατέρας μου ράπτης. Από μικρή ήμουν εκεί, ήταν πάντα γεμάτο κόσμο. Πήγαινα και στα χωράφια, στις ελιές, μαζί με τα αδέρφια μου. Αυτά, άλλες δουλειές δεν έκανα, μια ζωή στα μεροκάματα. Α, έραψα και τα προικιά μου.
Πόσα αδέρφια έχεις; Πόσο χρονών ήσουν όταν παντρεύτηκες και πόσα παιδιά έχεις;
Ελένη: Έχω μία αδερφή, 3 χρόνια μεγαλύτερη από εμένα. Νομίζω είμαι μικρή ακόμη για να σκέφτομαι τον γάμο και τα παιδιά, αν προκύψουν ποτέ στη ζωή μου, καλώς. Αν όχι, πάλι καλώς. Ειλικρινά, δεν το έχω σκεφτεί καθόλου.
Νικηφόρα: Έχω μία αδερφή. Παντρεύτηκα στα 28 και τώρα έχω δύο κόρες.
Γιαγιά Ελένη: Πέντε αδέρφια ήμασταν, 2 κοπέλες και 3 αγόρια, τώρα δεν ζουν όλοι. Παντρεύτηκα στα 22 μου, προξενιό ήταν. Με κουβέντιασε ο πατέρας μου, μου είχε πει ότι είναι καλό παιδί. Εγώ μια-δυο φορές τον είχα δει τον παππού σου. Αλλά έκανα και δύο παιδιά μαζί του.
Αν έπρεπε να δώσεις μια συμβουλή στο παιδί σου ποια θα ήταν; (εγγόνι και δισέγγονο για την μητέρα και την γιαγιά αντίστοιχα)
Ελένη: Να φροντίζει πάντα τον εαυτό του και να μεριμνάει σε όλες τις περιπτώσεις για την ψυχική και σωματική του υγεία. Η ψυχική υγεία είναι εξίσου σημαντική με την σωματική γι’ αυτό να μην παίρνει ποτέ αποφάσεις και να μην κάνει πράγματα που δεν τον/την κάνουν να νιώθει τόσο καλά όσο θα έπρεπε.
Νικηφόρα: Να σπουδάσει, να μορφωθεί για να μπορέσει να κάνει στη ζωή του αυτό που θέλει και να πραγματοποιήσει τα όνειρα του.
Γιαγιά Ελένη: (Βαθύς αναστεναγμός) Εμείς δουλεύαμε τότε, όχι σαν σήμερα… Να διαβάσει, να πάρει το πτυχίο του για να ζήσει καλά! Να έχει μία καλή ζωή και όταν έρθει η ώρα θα κάνει και οικογένεια.
Το μεγαλύτερο «μάθημα» της δεκαετίας που πέρασε;
Ελένη: Πρέπει να προχωράμε μπροστά όποια και να είναι η κατάσταση στη ζωή μας. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο και αν προχωράς μπροστά, σιγά σιγά όλα θα μπουν στη θέση τους. Η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις, αν είμαστε ανοιχτοί σε αυτές και τις αντιμετωπίζουμε με θετικότητα, οι προκλήσεις αυτές θα έρθουν με το μέρος μας. Ειδικά αν έχεις στο πλευρό σου ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε.
Νικηφόρα: Η δεκαετία της κρίσης… Ότι η υγεία είναι πάνω από όλα! Πάνω και από το χρήμα. Γιατί και να έχεις χρήμα, τι να το κάνεις αν δεν μπορείς να το χαρείς; Αν έχεις την υγειά σου, περνάς καλά και με τα λίγα.
Γιαγιά Ελένη: Υγεία αν έχει ο άνθρωπος, όλα καλά είναι. Να έχει υγεία για να μπορεί να βλέπει τα παιδιά του και τα εγγόνια του, αυτό έχει σημασία.
Photo: Τζωρτζίνα Σαββάκη
Οικογένεια #2
Πες μου μια σύντομη ιστορία απ’ όταν ήσουν παιδί.
Ρόμπερτ, 24: Όταν ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να μιλήσω ακόμη καλά, με είχαν αφήσει μία μέρα στη γιαγιά. Όταν επέστρεψαν κρατούσαν ένα μωρό στην αγκαλιά τους και είχαν φέρει ένα μικρό ποδηλατάκι λέγοντάς μου ότι ήταν το δώρο μου από το μωρό, τη μικρή μας μπέμπα. Εγώ, σοκαρισμένος από το θέαμα έβγαλα μερικές άναρθρες κραυγές ως ένδειξη έκπληξης και θαυμασμού. Εγώ τότε δέχθηκα το ποδηλατάκι με ευχαρίστηση, αγνοώντας ότι ήταν ένας δούρειος ίππος για τον συγκάτοικο που εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας.
Βαγγέλης, 62: Όταν ήμουν μικρός πήγαινα και έκανα με το τρακτέρ τα χωράφια και σε ξένα άτομα επειδή δεν υπήρχαν πολλά εκείνη την εποχή και ειδικά στην περιοχή. Οπότε, έχοντας πάει αρκετές φορές στους ξένους και χωρίς να έχω πληρωθεί για καμία από αυτές τις φορές ενημέρωσα τον πατέρα μου ότι μας κλέβουν και δεν μου έχουν δώσει τα μεροκάματα μου. Τότε σε μία συζήτηση μας μου ανέφερε πως καλά τα είχαν πληρώσει οι άνθρωποι, απλά μέσα στο σπίτι θα έχει μόνο ένας το πορτοφόλι και πως ό,τι του ζητούσα θα το είχα. Και έτσι έγινε, πήγαμε στην αγορά και πήρα ένα από τα πρώτα κασετοφωνάκια με τις τεράστιες μπαταρίες, που το έπαιρνα στο σχολείο και το ζήλευαν όλοι.
Παππούς Ευάγγελος, 86: Όταν ήμουν μικρό παιδί στο χωριό που ζούσα, το σόι μου είχε ένα από τα μεγαλύτερα αρχοντικά και έτσι υπό την κατοχή των Ιταλών σε ένα μέρος του σπιτιού βρισκόταν το μαγειρείο για τον στόλο τους. Έτσι, κάθε φορά που μαγείρευαν, ό,τι φαγητό περίσσευε, καθόμασταν όλα τα παιδιά από το σόι με κονσερβοκούτια σε μια σειρά και μας το μοίραζαν. Αντιθέτως, όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί δεν μοίραζαν καθόλου φαγητό και ό,τι περίσσευε είτε το πέταγαν στα χώματα μπροστά μας είτε το άφηναν να μουχλιάσει για να μην φάμε καθόλου.
Σε πόσα/ποια μέρη έζησες κατά τη διάρκεια της ζωής σου;
Ρόμπερτ: Στα Ιωάννινα στην Ελλάδα και στο Lancaster στην Αγγλία.
Βαγγέλης: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πεδινή Ιωαννίνων. Σπούδασα στην Ιταλία και τα καλοκαίρια δούλευα στην Κέρκυρα. Αργότερα μετακόμισα στην Αθήνα και έμεινα για πολλά χρόνια, μέχρι που ξαναγύρισα στην Πεδινή.
Παππούς Ευάγγελος: Πρώτα γεννήθηκα στον Κατσικά Ιωαννίνων, έπειτα λόγω μετάθεσης στο Ρέθυμνο, στο Λουτράκι στα λουτρά Πόζαρ, μετάθεση για την ανωτέρα Ηπείρου Γιάννενα στη Φιλιππιάδα 1961 όπου θυμάμαι να είμαστε σε κάτι εγκαταστάσεις από ένα εργοστάσιο για περιπολία όπου μια βραδιά μια κουκουβάγια έσπευσε για να κάτσει προς το φως των εγκαταστάσεων αλλά υπήρχαν κάτι τουρμπίνες πιο κάτω και ξαφνικά έσβησαν όλα τα φώτα όπου η κουκουβάγια δεν ζούσε πια, αλλά μη γνωρίζοντας εμείς πιστεύαμε πως με όλη την φασαρία και το σκοτάδι μας είχαν επιτεθεί. Αργότερα στην Παραμυθιά, επειδή έκλεισε το τμήμα στη Φιλιππιάδα, εκεί μου είπαν πως θα ελέγχω όλα τα μαγαζιά αν έχουν άδειες λειτουργίας και βρήκα ένα μαγαζί που δεν είχε. Έμεινα πιστός στις διαταγές μου και δεν ενέδωσα στις απειλές ότι ξέρουν τους τότε πολιτικούς…ε κάπως έτσι με έδιωξαν για την Αγιά Βαρβάρα Κόνιτσας. Μετά υπήρξε επιστροφή στα Γιάννενα για τη γέννηση του δεύτερου παιδιού, και οικογενειακά μετακομίσαμε στο Δελβινάκι Θεσπρωτίας λόγω μετάθεσης. Τελικά, για την καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών και αφού πήρα και σύνταξη γυρίσαμε στα Γιάννενα.
Ποιο είναι το πιο μακρινό σου ταξίδι;
Ρόμπερτ: Στην Αγγλία όπου πηγαίναμε οικογενειακώς από μικροί για να δούμε τη γιαγιά, τη θεία και τις ξαδέρφες μας.
Βαγγέλης: Ιταλία στο Μιλάνο και στη Μπολόνια με τη Ρίτα, μία Ιταλίδα που ήμουν σε σχέση.
Παππούς Ευάγγελος: Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολο να φύγεις για διακοπές σε κάποιο μακρινό μέρος. Για το λόγο αυτό συνήθως συνδυάζονταν οι διακοπές μαζί με τη δουλειά. Από την περιοχή που μεγάλωσα που είναι ο Κατσικάς Ιωαννίνων βρέθηκα σε δύο πολύ μακρινά μέρη για την εποχή μου. Το πρώτο είναι το Ρέθυμνο, που πήγαινες πρώτα Πειραιά από έναν πολύ παλιό δρόμο και μετά με καράβι άλλες τόσες ώρες. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι είναι περίπου το 1/3 της ώρας που χρειαζόσουν τότε χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα μεταφοράς. Και το δεύτερο ήταν στην Ανκόνα της Ιταλίας όπου αναλογικά μπορεί το Ρέθυμνο να είναι πιο μακρινός προορισμός από την Ιταλία.
Τελείωσες το σχολείο; Ήσουν ποτέ φοιτητής;
Ρόμπερτ: Ναι, ολοκλήρωσα το σχολείο στην Ελλάδα και έπειτα πήγα για σπουδές στην Αγγλία.
Βαγγέλης: Ναι, τελείωσα το σχολείο κανονικά στην Ελλάδα και πήγα για σπουδές μηχανολόγου μηχανικού στην Ιταλία.
Παππούς Ευάγγελος: Τελείωσα το δημοτικό και θυμάμαι πως ήμουν πολύ καλός στα μαθηματικά λόγω του δασκάλου μου, όμως γυμνάσιο δεν πήγα διότι έπρεπε να βοηθάω με τις αγροτικές δουλειές του σπιτιού. Επειδή όμως μας επισκεπτόταν συχνά ένας φίλος του μπαμπά μου, που ήταν αστυνομικός, μου τόνιζε πάντα το πόσο καλύτερα θα είναι για εμένα και την οικογένειά μου αν ακολουθούσα κι εγώ αυτό το επάγγελμα. Έτσι στα 18 μου αποφάσισα να κάνω κρυφά από τον πατέρα μου αίτηση για την χωροφυλακή και με δέχτηκαν.
Πότε και ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Ρόμπερτ: Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα τουριστικό γραφείο στα 17 μου χρόνια στα Σύβοτα Θεσπρωτίας.
Βαγγέλης: Από τα 12 μου δούλευα σε αγροτικές δουλειές του σπιτιού, αλλά θέλοντας να φύγω από εκεί, διότι δεν πληρωνόμουν στο σπίτι και ήθελα να βγάζω τα δικά μου χρήματα στα 16 μου πήγα στο εργοστάσιο της Ηπειρωτικής κεραμουργείας. Όταν εμφανίστηκα πρώτη φορά εκεί με συνάντησε ο επιστάτης, ο οποίος διάλεγε και τους υπαλλήλους, και με διαβεβαίωσε πως δεν μπορούσα να πιάσω δουλειά γιατί ήμουν πολύ μικρός. Έτσι κι εγώ πήγα στα κεντρικά γραφεία και βλέποντας τη θέλησή μου, μου είπε να πάω πρωί πρωί την επομένη και να γράψω το όνομα μου για να δουλέψω.
Παππούς Ευάγγελος: Από μικρό παιδί με θυμάμαι να δουλεύω. Γύρω στα 10, όταν ακόμα πήγαινα σχολείο, έπαιρνα κρυφά το όπλο του μπαμπά και πήγαινα για κυνήγι, τότε αυτά είτε τα τρώγαμε είτε τα πουλούσαμε. Στην συνέχεια κάπου στα 13 μου, είχαμε πρόβατα και καλλιέργειές όπου έπρεπε να δουλεύω από νωρίς έως πολύ αργά το βράδυ και λόγο αυτού, ήθελα να φύγω από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ευτυχώς με δέχθηκαν στη χωροφυλακή όπου στα 18 μου έφυγα από το σπίτι.
Πόσα αδέρφια έχεις; Πόσο χρονών παντρεύτηκες και πόσα παιδιά έχεις;
Ρόμπερτ: Έχω μία αδερφή. Δεν έχω παντρευτεί ακόμη και δεν έχω ούτε παιδιά.
Βαγγέλης: Παντρεύτηκα 38 ετών. Έχω έναν αδερφό και ένα παιδί.
Παππούς Ευάγγελος: Παντρεύτηκα 30 χρονών. Έχω 3 αδέρφια και 2 παιδιά.
Αν έπρεπε να δώσεις μια συμβουλή στο παιδί σου ποια θα ήταν (ανίψι για τον θείο και δισέγγονο για τον παππού);
Ρόμπερτ: Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες.
Βαγγέλης: Να δουλεύει σκληρά και να αμοίβεται αναλόγως.
Παππούς Ευάγγελος: Να μη λέει ποτέ ψέματα, χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες.
Το μεγαλύτερο “μάθημα” της δεκαετίας που πέρασε;
Ρόμπερτ: Έχετε την ευθύνη των πράξεων σας.
Βαγγέλης: Να μην εμπιστευόμαστε ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Παππούς Ευάγγελος: Να ακούμε και να αναγνωρίζουμε την γνώμη των γύρω μας, κυρίως όταν είναι μεγαλύτεροι ηλικιακά, όταν δίνουν συμβουλές, και να μην την υποτιμάμε.
Υ.Γ.: Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαριάννα που έκανε μαζί μου αυτό το αφιέρωμα, συμμετείχε και βοήθησε με όλους τους τρόπους που μπορούσε. Ένα ακόμη ευχαριστώ στον Κωνσταντίνο που ετοίμασε τις ερωτήσεις και στήριξε την ιδέα αυτή. Φυσικά, ένα τεράστιο ευχαριστώ στον αδελφό, τον θείο και τον παππού της Μαριάννας καθώς και την μητέρα μου και την γιαγιά μου για τις υπέροχες απαντήσεις τους, τον χρόνο αλλά και τις φωτογραφίες που μας έδωσαν. Τέλος, ευχαριστώ πολύ τη Φένια για την επιμέλεια και την επεξεργασία των φωτογραφιών αλλά και την Τάνια για το artwork του κειμένου.
Υ.Γ.2: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο των οικογενειών, εκτός αν αναφέρεται αλλιώς.