Ίσως αυτά τα Χριστούγεννα - Επεισόδιο 3
Επεισόδιο 3 - Έχω ανάγκη να βγω
Ανδρέας
Μοναξιά. Μία πολύ δύσκολη κατάσταση, ένα πολύ βαρύ συναίσθημα, ειδικά για εξωστρεφείς προσωπικότητες. Σε μεγάλες περιόδους μοναξιάς χάνεται ουσιαστικά η καθημερινή επαφή με κάποιον άλλον άνθρωπο, ακόμα και αν επικοινωνείς συνεχώς μέσω μηνυμάτων. Δυσκολεύεσαι να συγκεντρωθείς σε αυτό που κάνεις, δεν έχεις κάποιον δίπλα σου να μιλήσεις ανά πάσα στιγμή και έχεις άπλετο χρόνο να σκεφτείς, ή μάλλον να μαραζώσεις, μιας και αυτό γίνεται συνήθως όταν μένεις άπραγος σε τέτοιες περιπτώσεις και αφήνεις τις σκέψεις σου να σε καταβάλουν.
Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα. Νιώθω μόνος. Τα συναισθήματα μου εναλλάσσονται μονίμως. Από τότε που την είδα μετά από τόσο καιρό, όλες μου οι αναμνήσεις επανήλθαν, τόσο οι όμορφες, όσο και οι άσχημες. Δεν ήξερα αν ήθελα να το ζήσω ξανά όλο αυτό, μια παρόμοια εμπειρία. Όλη μέρα σκέφτομαι μονάχα αυτή. Δεν έχω ιδέα τι να κάνω. Σκρολάρω πάνω κάτω στο προφίλ της. Είναι τόσο όμορφη, έξυπνη και δραστήρια. Η διαίσθηση μου μου λέει να το προχωρήσω, να δοκιμάσω ξανά, να δώσω άλλη μια ευκαιρία στον εαυτό μου. Ναι, την πλήγωσα. Άραγε τι θυμάται από όλες τις στιγμές που είχαμε;
Τα μηνύματα ήρθαν και έκαναν την ψυχολογική μου κατάσταση ακόμα πιο περίεργη. Από τη μία πλευρά χάρηκα που επικοινωνήσαμε, που ήρθαμε σε επαφή που ανταλλάξαμε μερικές αθώες κουβέντες. Από την άλλη, ένιωσα πολύ αμήχανα και πολύ παράξενα. Άραγε τρέφει και αυτή ακόμα συναισθήματα για μένα; Εγώ σίγουρα τρέφω για εκείνη… Και ας δυσκολεύομαι να το παραδεχτώ. Μακάρι να είχα κάποιον για να το συζητήσω. Μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για τέτοιου είδους συναισθήματα σε άλλους, πάντα μου ήταν για κάποιο λόγο. Τους γονείς μου τους ντρέπομαι, τους φίλους μου τους φοβάμαι. Μπορεί να είμαστε πολύ καλή παρέα, να περνάμε απίστευτες στιγμές μαζί, αλλά ποτέ δε θεώρησα πως μπορώ να εκθέσω τέτοιες σκέψεις, ειδικά μέσα από τα απρόσωπα μηνύματα. Συνήθως οι αντροπαρέες, τουλάχιστον αυτές που υπήρξα μέλος τους, δεν συζητάνε τόσο για θέματα όπως η αγάπη και ο έρωτας, τουλάχιστον με όμορφο και συμπονετικό τρόπο.
Άνοιξα μια μπύρα, θεώρησα πως θα είναι καλή συντροφιά ενώ ακούω μουσική και χαζεύω στον υπολογιστή. Το βράδυ είναι το πιο βασανιστικό κομμάτι της μέρας. Έχω περάσει ήδη πάρα πολλές ώρες γεμάτες σκέψεις, γεμάτες έγνοιες. Και το βράδυ, τώρα που είναι γιορτές και είμαι μόνος σε άλλη πόλη, δεν έχω να κάνω τίποτα, παρά μόνο να αναλογιστώ το τι μου συμβαίνει. Όσο και να προσπαθούσα να ξεχαστώ, οι σκέψεις μου μονίμως ήταν σε αυτήν, στο τι μπορώ να της πω, ή μάλλον να της γράψω, που θα έκανε την διαφορά, που θα της έκανε το κλικ. Πάντα με άγχωναν τέτοιου είδους συνομιλίες. Είναι πολύ θετικό το γεγονός που μιλήσαμε μέσα από μηνύματα, δε χωράει αμφιβολία. Ακόμα αναρωτιέμαι πως βρήκα εν τέλει το θάρρος να της στείλω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Αλλά τελικά, και η συνέχεια αποδείχθηκε πολύ δύσκολη.
Η δεύτερη μπύρα διαδέχτηκε την πρώτη σχεδόν αμέσως. Τέτοιες στιγμές απαιτούν σίγουρα οτιδήποτε μπορεί να σου προσφέρει έστω και λίγη χαλάρωση και ηρεμία. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να της ανοιχτώ αμέσως, να της πω ευθέως τι νιώθω. Όμως δεν μπορώ, το θεωρώ πολύ λάθος κίνηση, και ας κάτι μέσα μου προσπαθεί να με πείσει για το αντίθετο. Δυσκολεύομαι πολύ να το πάρω απόφαση, λογικό, καθώς ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι προσδοκώ. Ευτυχώς, ακόμα δεν έχουμε πει κάτι σοβαρό, απλά μιλήσαμε για τις σχολές μας και την καθημερινότητα μας. Η κουβέντα δεν φαίνεται να πηγαίνει προς τα εκεί, γεγονός που με κάνει να αμφιταλαντεύομαι: είναι αυτό καλό ή κακό; Τι σημαίνει αυτό; Με βλέπει απλά φιλικά ή θέλει να προσπαθήσει και αυτή από την αρχή με πιο αργούς ρυθμούς; Αλήθεια, δεν έχω την παραμικρή ιδέα, δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια να την ψυχολογήσω, δεν ξέρω πως πρέπει να κινηθώ και τι να περιμένω.
Το ουίσκι διαδέχτηκε την μπύρα. Χρειάζομαι κάτι πιο δυνατό, που ίσως με βοηθήσει να ξεχαστώ κάπως. Έχω σταματήσει να χαζεύω στον υπολογιστή, απλά κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου και στριφογυρίζω, όπως στριφογυρίζουν οι σκέψεις μου μέσα στο μυαλό μου. Πίστεψα ότι ο Nick Cave θα βοηθήσει, ό,τι πιο κοντινό ακούω σε Καρρά. Τελικά, αν και για ακόμα μια φορά τον λάτρεψα, δε βοήθησε καθόλου, δεν κατάφερε να με ηρεμήσει. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, τέτοιου είδους μουσική με ηρεμεί, και ας είναι καταθλιπτική σε μεγάλο βαθμό.
Αυτήν τη φορά όμως ήταν διαφορετικά, τα συναισθήματα είναι τόσο έντονα που δεν μπορώ με τίποτα να βάλω μια τάξη στις σκέψεις μου. Και φυσικά, αυτό θα συνεχιστεί όλο το βράδυ, και ποιος ξέρει για πόσα βράδια ακόμα. Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφυγή… Δε γαμιέται, θα της στείλω να βγούμε.
Σοφία
Πιάνω μια μικρή τούφα από την άκρη των μαλλιών μου, που αντέχει ακόμη λίγο πιο ανοιχτόχρωμη από το καλοκαίρι. Την στριφογυρίζω ανάμεσα στα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, με το δεξί ανεβοκατεβάζω τη συνομιλία μας στο messenger. Τι είν’ αυτά που στέλνεις τώρα ρε συ Αντρέα; Τι κάνεις δηλαδή; Να πάμε στο μονοπάτι σαν τι; Σαν φιλαράκια; Σαν παρέα εκτάκτου ανάγκης; Επειδή πέρασαν μέρες που είσαι μόνος σου κι από ανθρώπους βλέπεις μόνο ντελιβεράδες και ταμίες;
Παίζω με την τούφα. Ανεβάζω το χέρι κρατώντας την ως το ύψος των αυτιών - αν τα έκανα φέτος καρέ πώς θα ήμουν; - και την περνάω ανάμεσα σε δύο δάχτυλα, σαν αόρατο ψαλίδι. Έπειτα κατεβάζω το χέρι προς την άκρη τους, σχηματίζουν έτσι ορθή γωνία και τ’ αφήνω να πέσουν. Σαν έναν μικρό καταρράκτη, μόνο ανάποδα. Είμαι χωμένη στον καναπέ μου με μια μαλακή κουβέρτα στα πόδια και φάτσα κάρτα το κλιματιστικό με ζαλίζει. Χαζεύω ακόμη το τελευταίο μήνυμα του κι οσμίζομαι τον αέρα, να δω αν μυρίζει ανασφάλεια, ή απογευματινή μοναξιά, ή κάποια άλλη κοροϊδία.
Πάω το χέρι μου ψηλότερα και πιάνω απαλά τις ρίζες στο σβέρκο. Ανοίγω τα δάχτυλα μου να περάσουν από μέσα τους και κουνάω αργά το κεφάλι μου πάνω τους. Σχηματίζω μικρούς κύκλους, τη μια το χέρι μου κρύβεται στις τρίχες, την άλλη ακουμπάει στο δέρμα και το ζεσταίνει. Στο μονοπάτι είναι ωραία, έχει έναν στενό δρόμο που πηγαίνει και πηγαίνει και σε πάει βαθιά μέσα στο δάσος. Κι όποτε θέλεις, βγαίνεις από αυτό και τρυπώνεις ανάμεσα στα δέντρα, κοντά στο ποταμάκι. Μυρίζει βασιλικός και πεύκο εκεί, κι ο αέρας κάπως κόβει. Έχει πλατιές πέτρες για να καθίσεις κι ακούς μόνο το νερό να κυλάει και τα σκυλιά να βολτάρουνε λαχανιασμένα. Πηγαίνω εκεί καμια φορά και διαβάζω, δεν το λέω σε κανέναν. Πρέπει να έχω να πάω απ’ τον Σεπτέμβρη. Πρέπει να χω να κάνω γενικά κάτι ουσιαστικό απ’ τον Σεπτέμβρη.
Στηρίζω το κεφάλι μου στα πλάγια. Η παλάμη μου το κρατάει ίσιο και με τα νύχια ξύνω αργά το μέρος που φτιάχνει τις σκέψεις μου. Να ‘ρθω, να πάμε να περπατήσουμε στα μέρη που μου αρέσουν, κι ίσως αρέσουν και σε σένα. Κι εσύ έχεις αλλάξει νομίζω, πιο ψηλός μου φάνηκες, πιο σοβαρός. Έχεις και μούσια τώρα, κανονικά, χωρίς κενά κάτω απ’ το πηγούνι και μιλάς πιο αργά και σιγανά. Έχω μαζέψει μια μεγάλη κοτσίδα στο χέρι και την πιέζω να μείνει στη χούφτα μου. Είμαι κι εγώ τώρα αλλιώτικη, τώρα δεν έχει μαλακίες, τώρα θα σε πάω μύτη με μύτη, όσο μου δίνεις, τόσο και κάτι παρακάτω θα δεις από μένα. Ξέρω και φυλάγομαι.
Σφίγγω τα μαλλιά μου ξαφνικά μ’ όλη μου τη δύναμη. Τραβάω το κεφάλι μου προς τα πίσω. Το βλέμμα μου πάει και βρίσκει το ταβάνι. Ανοίγω το στόμα και πάω να διαμαρτυρηθώ στον εαυτό μου. Από ήχο δε βγαίνει τίποτα. Μένω λίγο έτσι. Έξω χιονίζει.
Χαλαρώνω τη λαβή μου και παίρνω μι’ ανάσα. Πιάνω το κινητό, ακουμπάω το στρογγυλάκι με τη φάτσα του - άντε να δούμε. Στο κάτω μέρος της οθόνης εμφανίζεται ένα γκριζωπό πληκτρολόγιο. Να ‘ρθω, να ‘ρθω να πάμε. Το autocorrect μαντεύει την απάντηση μου από το πρώτο γράμμα - λες τόσο προβλέψιμη να είμαι; - κι απαντάει μοναχό του.
Να ρθω έρθω, να πάμε. Τι ώρα;
Ανδρέας : Νίκος Νότας
Σοφία: Α, Οκέυ
Artwork: Αναστασία Ποτουρίδου