Η πρόβα
Άφησε την τσάντα του και ένα μπουκάλι νερό επάνω σε ένα από τα δεκάδες γραφεία. Είχε τόσο άγχος που μπήκε στο τεράστιο θέατρο χωρίς να ανοίξει τα φώτα. Με νωχελικές κινήσεις γύρισε τον διακόπτη, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό του έγνοιες και υποχρεώσεις. Σαν πατέρας που αγκομαχά καθημερινά να πληρώσει λογαριασμούς και έξοδα. Σαν μάνα που ξενυχτά για να είναι σίγουρη ότι τα παιδιά της θα έχουν διαβάσει για την επόμενη μέρα στο σχολείο.
Ήταν μόνος για την ώρα. Μα γιατί; Η ώρα ήδη 21:04 - παινευόταν για την χειρουργική του ακρίβεια στα ραντεβού - και ακόμα να έρθουν. Η τεράστια αίθουσα μάταια προσπαθούσε να πυρώσει την όρεξή του για πρόβα. Ήταν κρύα, αχανής, με κακή ακουστική και αφιλόξενη. Μύριζε παραίτηση, δυσοσμία και κλεισούρα. Ιδανική περιγραφή ελληνικού δημόσιου κτιρίου. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς... η γραφειοκρατική Οδύσσεια ήταν αρκετή μόνο για κάτι τέτοιο. Δεν είχε ούτε διασυνδέσεις ούτε χρήματα, μόνο τον εαυτό του και τα ερωτήματά του.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο ανέβηκε στην σκηνή και όρισε το σκηνικό. Αρκετά μινιμαλιστικό, ίσα-ίσα για να οριοθετεί τους τέσσερις τοίχους της τέχνης. Οι τεράστιες βυσσινί κουρτίνες έμοιαζαν με πελώρια πέπλα και κάλυπταν την σκηνή από άκρη σε άκρη. Τράβηξε σκοινιά, κούνησε τους μηχανισμούς και ο μπάσος ήχος του ρότορα, που έσπρωχνε με την δύναμή του τις κουρτίνες εκατέρωθεν, πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Πλέον έμοιαζαν με πέπλα κληρικών, ανυπέρβλητων και επικριτικών, σαν να περίμεναν να δείξουν με περίσσια ψυχρότητας και ανελέητης δικαιοσύνης τα λάθη του. Τον τρόμαζαν, του έφερνε δυσφορία. Μα πού είναι όλοι; 21:13 με το ρολόι του. Θα έπρεπε να έχουν ήδη ξεκινήσει ζέσταμα.
Γύρισε στην θέση του κι έπιασε το σενάριο. Τα φύλλα του πολυσέλιδου παραμυθιού είχαν αρχίσει να σχίζονται στις άκρες και να ξεφτίζουν. Σημάδια υπερβολικής χρήσης, σκέψης και ταλαιπωρίας ήταν αποτυπωμένα επάνω τους το ίδιο ξεκάθαρα με το κείμενο. Πάνω στους διαλόγους σημειώσεις, στενογραφία και πολλές ακόμα σημειώσεις. Άλλες του σκηνοθέτη, άλλες δικές του, άλλες των ίδιων των ηθοποιών. Έπιασε να μελετήσει την Β' πράξη. Συνειδητοποίησε την ατυχία του. Η αρχή της πράξης; Γεμάτη διαλόγους από πρωταγωνιστικούς ρόλους. "Έχουμε πολύ δουλειά, λίγο χρόνο και ακόμα λιγότερη υπομονή...", συλλογίστηκε.
Κοίταξε για μια στιγμή την σκηνή και φαντάστηκε τους ηθοποιούς στις ιδανικές θέσεις τους να παίζουν. "Ναι, έτσι θα γίνει...", μουρμούρισε. Το βλέμμα του έπεσε κάτω, στην άχαρη, ανοιχτή σαν καμπάνα φόρμα του. Όλη η ενδυμασία του ήταν άχαρη. Ψευδώς αθλητική και άνετη, με κάτι άβολα αρβυλάκια δύο νούμερα μεγαλύτερα και από επάνω μια κοντομάνικη μπλούζα. Το σώμα του μετά βίας έπλεε μέσα σε αυτή την αλλοπρόσαλλη φορεσιά. Όμως αυτή η ακανόνιστη καχεκτική, φθαρμένη σύνθεση ήταν η κατάλληλη για την διάπλαση. Γιατί το θέατρο διαπλάθει το σώμα και το πνεύμα, ρυθμίζει την σκέψη και τσαλακώνει την υπόστασή μας... ή έτσι τουλάχιστον είχε διαβάσει.
Άκουσε φωνές... επιτέλους ήρθαν... 21:16... αν είναι δυνατόν... δεκαέξι ολόκληρα λεπτά. Άκουγε ήδη τις φωνές που αντιλαλούσαν στον προθάλαμο, τα κουτσομπολιά, τους έντονους και γεμάτους ζωή διαλόγους, την προοικονομία της παρουσίας τους... πού την έβρισκαν την όρεξη, δεν μπορούσε να καταλάβει. Όχι δεν ήταν οι προβληματισμοί που τον έβρισκαν ενίοτε μίζερο και χωρίς όρεξη. Ήταν η φύση του έτσι. Οι υπόλοιποι, έτσι και αλλιώς, είχαν μια εικόνα να κρατήσουν στον κόσμο. Ερασιτέχνες μεν, με μεγάλο εγώ δε.
Πρώτος μπήκε ένας νέος με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Χαρούμενος και αρκετά ομιλητικός. Άφησε επάνω σε ένα θρανίο τα φυλλάδιά του και χαιρέτησε. Ακόμα και από μακριά, οι διάφορες φράσεις και τα συνθήματα στα Κινέζικα, τα μισοτελειωμένα γκραφίτι και τα σύμβολα από αρκετά παιχνίδια φαντασίας και ταινίες, γραμμένα όλα με μπλε μαρκαδόρο, φαινόταν μουτζουρωμένα σε ενοχλητικά μικρή απόσταση από τους όμορφα τυπωμένους διαλόγους.
- Μα καλά, μπορείς να μου πεις τι σε έχει πιάσει και ζωγραφίζεις όπου βρεις;
- Συγγνώμη Κ. αλλά δεν κρατιέμαι, το χέρι μου φεύγει... να έτσι!, αποκρίθηκε, κάνοντας μια καλλιγραφική κίνηση στον αέρα.
- Τέλος πάντων... οι άλλοι ακόμα να έρθουν; Η Χ. που είναι; Έπρεπε να αρχίσουμε ήδη την σκηνή.
- Ε, μην σκας θα γίνουν όλα! Τι λένε στο παραμύθι της Μουλάν;"Το λουλούδι που αργεί να ανθίσει είναι το ομορφότερο από όλα!", αντιγύρισε με θεατρικό στόμφο ο νέος.
- Άσε τα σοφίσματα και τις καλλιτεχνικές αναφορές Γ. δεν έχω όρεξη... μα τι κάνουν όλοι στον προθάλαμο; Τους ακούω αλλά δεν τους βλέπω!
- Α, μην αγχώνεσαι περιμένουν τον φύλακα για τα κλειδιά. Αν θυμάσαι τα είχες αναθέσει στην Δ. τις προάλλες.
Μια αρκετά μεγάλη κουστωδία [ΣΧΟΛΙΟ] από αγόρια και κορίτσια άρχισε να μπαίνει στην αίθουσα. Οι φωνές τους κατέκλυσαν τα αφτιά του σαν μέλισσες που βουίζουν. Χωρίς να χάσει χρόνο, τους συμμάζεψε με αυστηρό τρόπο. Πρότρεψε να αφήσουν τις αερολογίες και να ανεβούν στην σκηνή. Σαν στρατιωτάκια τον άκουσαν. Έβγαλαν ζακέτες, άφησαν τσάντες πήραν τα σενάρια τους στο χέρι και πάνω στο σανίδι. Έτοιμοι να εκφραστούν και να εκφράσουν, να γίνουν σαν το ζυμάρι: χαώδεις και συνεκτικοί πάνω στην τέχνη... ή έτσι είχε διαβάσει. "Η Λ. θα αργήσει για λίγο οπότε καλό θα είναι να είμαστε ζεστοί μέχρι να έρθει. Είπαμε ο σκηνοθέτης είναι στρατηγός και πρέπει να μας βρει έτοιμους για την αναφορά. Γ. ανάλαβε το ζέσταμα σε παρακαλώ."
Χαμήλωσε τα φώτα. Ύστερα τους συγκέντρωσε σε έναν κύκλο. Ήταν λίγο πιο θερμά στον κύκλο. Άρχισαν να αναπνέουν όλοι μαζί ρυθμικά για να συντονιστούν, για να γίνουν ομάδα για αυτές τις τρεις ώρες. Ένιωσε την αίθουσα πιο ζεστή και φιλόξενη ξαφνικά. Ένιωσε λιγότερο άχαρος. "Ας αργήσει λοιπόν αυτό το λουλούδι να ανθίσει", σκέφτηκε. "Ας αργήσει, αρκεί να ανθίσει στο τέλος..."
Στον Κ.
Artwork: Μερόπη Γκαβογιάννη