Η πάλη με το Παράλογο
Μία στο τόσο διαβάζεις κάτι που σου αφήνει ένα ανεξίτηλο σημάδι, που σε αγγίζει βαθύτατα, τόσο ώστε να μην μπορείς να το εγκαταλείψεις. Από κει και πέρα είναι θέμα χρόνου θα έλεγα, μέχρι να το αντιλαμβάνεσαι παντού στην καθημερινή σου ζωή ή να το ταιριάζεις σε στιγμές του παρελθόντος σου. Αρχίζει πλέον να σε ορίζει. Είναι μάλλον μία υποχρέωση που έχεις προς τον εαυτό σου να το αφήσεις. Αλλιώς, απορρίπτοντας το, απορρίπτεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό ένιωσα κάποιες μέρες πριν, καθώς διάβαζα τον Μύθο του Σίσυφου, ένα βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ.
Ο Καμύ αρχίζει το βιβλίο του θέτοντας το κατά αυτόν βασικότερο ζήτημα. Αξίζει τελικά να είμαστε ζωντανοί; “Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες”. Η αλήθεια είναι πως όλοι έχουμε νιώσει αυτό το συναίσθημα. Γιατί να σηκωθώ από το κρεβάτι; Γιατί να υπομείνω το σήμερα ή οτιδήποτε άλλο; Η πάλη αυτή είναι γνώριμη και πάντα επιστρέφει.
Δεν μπορώ παρά να ταυτιστώ τις τελευταίες εβδομάδες. Κλεισμένοι στο σπίτι μας, ακόμα και το πιο μικρό γίνεται ζήτημα επιμονής. Αν είμαστε τυχεροί, απλά περιμένουμε καρτερικά οι ζωές μας να συνεχίσουν με τον ρυθμό που τις ξέραμε. Αν πάλι είμαστε άτυχοι, ίσως η ανησυχία μας δεν είναι στραμμένη στην ανιαρότητα της κατάστασης αλλά στην εργασία μας, στη ζωή κάποιου κοντινού μας ανθρώπου ή στην έλλειψή αυτών. Αυτή η κρίση που περνάμε, ορίζεται εντελώς από εξωτερικούς παράγοντες. Και η μόνη αλληλεπίδραση με αυτούς είναι μια ομάδα αυστηρών κανόνων που μας τέθηκαν. Πώς θα αντιμετωπίσουμε μια τέτοια δυσκολία, αντί να νιώσουμε αδύναμοι απέναντι της ;
Μια πρώτη προσπάθεια θα ήταν να σκεφτούμε ρομαντικά. Πως σαν σε αρχαία τραγωδία, με κάθε δυσκολία έρχεται αργά ή γρήγορα και η κατάληξή της. Τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα, λέμε. Μα η φύση της ίδιας της κρίσης, μας επιβάλλει μία διαφορετική πραγματικότητα. Μας μιλάει. “Αυτή είναι η ζωή σου. Αυτό το σπίτι, αυτοί οι άνθρωποι, αυτό που νιώθεις τώρα και έχεις νιώσει μέχρι τώρα, είναι η ζωή σου. Γι’ αυτά έχεις προσπαθήσει τόσο καιρό. Και ίσως τα χάσεις, όχι από επιλογή, αλλά από το πεπρωμένο σου. Ελπίζω να είσαι ικανοποιημένος. Ελπίζω να πρόλαβες.” Τότε το συνειδητοποιούμε, η ζωή συχνά δεν αφήνει να επέλθει κάθαρση.
Μάλλον είναι θέμα προγράμματος, λοιπόν. Να περάσω στη σχολή, να πάρω πτυχίο, να γνωρίσω κάποιον, να βγάλω λεφτά, έτσι λέμε. Κι έτσι πορευόμαστε, σπάνια κοιτώντας πίσω. Να προφτάσουμε εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που θα πούμε φτάνει, τα κατάφερα, είμαι χαρούμενος.Την αναβάλλουμε ύποπτα. Χρειαζόμαστε “λίγο παραπάνω” και μετά “και λίγο ακόμα”. Μετρώντας τους εαυτούς μας ίσως ανακαλύψουμε πως πολλές τέτοιες μέρες υπήρχαν και τις περάσαμε. Ο Καβάφης μας είχε προειδοποιήσει. Αρκεστήκαμε στην αναβολή εκείνης της μέρας. Για να είμαστε ειλικρινείς βέβαια, ακόμα και να ερχόταν εκείνη η μέρα, θα έπρεπε να ζήσουμε και την επόμενη.
Η άνω περιγραφή είναι η αίσθηση του παράλογου, σύμφωνα με τον Καμύ. Από τη στιγμή που την αντιλήφθηκα, πολλά από τα προβλήματα μου γέμισαν με εκείνη. Ως παράλογο αναφέρεται η σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης ανάγκης για νόημα και της εγγενούς έλλειψης νοήματος στη ζωή, απουσίας κάποιου θεού ή γενικότερα, ανώτερης δύναμης. Όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ψάχνουμε διαρκώς κάποιο βαθύτερο νόημα, αλλά το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να εκφράζουμε τον κόσμο γύρω μας σε όρους ανθρώπινους, καταλήγοντας σε αδιέξοδο. Από κει και πέρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να αναγνωρίσουμε την αδυναμία της ευφυΐας μας, μπροστά στον δίχως λογική κόσμο γύρω μας.
Η σκέψη αυτή, ότι δηλαδή το μυαλό θα είναι για πάντα ανήμπορο να “χωρέσει τον κόσμο”, να βρει την κοινή του τομή και να κορέσει επιτέλους την επιθυμία του, είναι αρχικά απύθμενα λυπητερή. Ανάλογα λυπητερή πρέπει να είναι και η μοίρα του Σίσυφου, το όνομα του οποίου φέρει ο τίτλος του κειμένου.
Ο Σίσυφος ήταν αρχαίος βασιλιάς. Καταδικάστηκε σε θάνατο από τους θεούς, τους οποίους όμως κατάφερε να ξεγελάσει εις διπλούν. Όπως είναι φυσιολογικό, αυτοί εξαγριώθηκαν. Τελικά, η τιμωρία που του ορίστηκε ήταν το κουβάλημα ενός βράχου μέχρι την κορυφή ενός βουνού, από όπου ο βράχος ξανακυλούσε. Ο Σίσυφος τότε έπρεπε να τον ξανανανεβάσει, ολοκληρώνοντας ένα κύκλο που συνεχίζει αιώνια.
Αυτή, η αίσθηση του κενού μόχθου, σαν αυτόν του Σίσυφου, είναι κομμάτι μας, τόσο όσο και η ευφυΐα. Χωρίς το ένα δεν μπορεί να υπάρξει ούτε το άλλο. Και μαζί τους, κομμάτι μας είναι και όλα όσα επιφέρουν. Κύριο συναίσθημα από τα οποία είναι αυτό της παραίτησης.
Παραδόξως, η αίσθηση αυτή δεν είναι τελική ήττα, αλλά παρηγοριά. Η παραίτηση του Καμύ δεν είναι παραίτηση της ζωής, επιτάσσοντας ένα ανώτερο σκοπό, αλλά της ανάγκης και της ελπίδας ύπαρξης ενός τέτοιου. Ακόμα και όταν γνωρίζουμε την ύπαρξη του παράλογου, το ένστικτο μας είναι να το υπερβούμε, να το κατανοήσουμε. Παρά τις προσπάθειες μας, είναι πέραν της νόησης μας και καθώς δημιουργούμε την εν λόγω ελπίδα, μας νικά. Υπομένοντας το όμως, επαναστατήσουμε ενάντια σε αυτό και διεκδικούμε την ελευθερία μας από το αυτοεπιβαλλόμενο βάρος.
Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά του Καμύ από όλους τους υπαρξιστές, κατά τον ίδιο. Όταν βρίσκεται απέναντι στο παράλογο, δε ζητά ούτε να το νικήσει και να το ξεπεράσει αλλά ούτε τρομάζει από αυτό. Αντιθέτως, το επικαλείται, το υπομένει και συμπορεύεται με αυτό, σε όλη του την τραγικότητα. Γι’ αυτόν εκεί βρίσκεται η αξία, να κάνεις συνεχώς την ερώτηση που όλοι κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά να μην πτοείσαι, να μην κατατρίβεσαι σε αυτή. Αυτό τελικά, είναι που κάνει και τον Σίσυφο χαρούμενο.
Πλέον αυτή την πραγματικότητα, όπου όλα είναι τρωτά και κενά, δεν τη βλέπω ως θλιβερή. Αντιθέτως έχει μια άλλη, άγρια ομορφιά. Μου θυμίζει βράδια που γυρνούσα στο σπίτι μου κουρασμένος, ανίκανος πλέον να σκεφτώ το οτιδήποτε και έβαζα έναν αγαπημένο μου δίσκο. Μου θυμίζει να γεύομαι ένα όμορφο γεύμα, γνωρίζοντας πως μπροστά μου είχα ένα τεράστιο βράδυ. Μου θυμίζει να περιγράφω μια μεγάλη μου θλίψη σε ένα φίλο μου. Κι εκείνη η στιγμή, όταν το χέρι του ήρθε και με ακούμπησε, όταν χωρίς λόγια μου είπε πως με καταλαβαίνει, όταν το πάθος μου για λίγο έγινε πάθος και των δυο, μου αρκεί. Και δεν έχει να κάνει με κανένα Θεό, είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη.
Αυτό το κείμενο σε καμία περίπτωση ούτε καταφέρνει, ούτε προσπαθεί να συνοψίσει το έργο του Καμύ στο “Μύθο του Σίσυφου”. Όσοι ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο, ας στραφούν κάπου αλλού ή δεν το έχουν κάνει ήδη, ας διαβάσουν οι ίδιο το βιβλίο.
Artwork: Ξανθή Χρυσαφίδου