Horror Story
Ο άντρας έτρεξε βιαστικά στο εσωτερικό του εγκαταλελειμμένου σπιτιού, για να ξεφύγει από την ασταμάτητη καταιγίδα. Μη σκεπτόμενος τους κινδύνους που μπορεί να κρύβει, προχώρησε βαθύτερα στα δωμάτια του ξύλινου, ερειπωμένου, αρχοντικού σπιτιού που βρισκόταν στην άκρη της πόλης από τότε που ήταν παιδί.
Δεν είχε λόγο να καταφύγει στο σάπιο κτίσμα, όμως ένιωσε πως κάτι τον ακολουθούσε, απ’την αρχή κιόλας του τρομακτικού δάσους, που οδηγούσε στην μεγαλούπολη. Άκουγε σιγανά βήματα να πλησιάζουν το μέρος του, άτσαλα και ανισόρροπα, ακούγονταν στις λάσπες οι πατημασιές που δημιουργούσε ο αθέατος διώκτης του άντρα. Ξάφνου, ακούγεται ο πρώτος κεραυνός και ο άντρας αρχίζει να τρέχει.
Είναι μεσάνυχτα, το φεγγάρι κρύβεται πίσω από τα σκοτεινά και απειλητικά γκρίζα σύννεφα, ο άντρας οδηγήθηκε στο σπίτι αυτό τόσο από το ένστικτο επιβίωσης του όσο και από την περιέργεια να εξερευνήσει τα μυστικά του σπιτιού από όταν ήταν μικρός.
Παίρνει βαθιές και αργές ανάσες, όσο αργές μπορούν να είναι, πάνω στην κατάσταση που βρίσκεται. Βγάζει το μεγάλο, στρογγυλό καπέλο του και τινάζει το νερό από τη μακριά και λασπωμένη καπαρντίνα του - σετ με το καπέλο - σε χρωματικό τόνο γήινης σιέννας. Ξεσφίγγει, λίγο το κολάρο του, καθώς περπατάει προς το σαλόνι. Κόκκινο, ξεσκισμένο αραβικό χαλί και καναπέδες ευρωπαϊκών προδιαγραφών του 16ου αιώνα. Ξύλινα έπιπλα από έβενο, πανάκριβο είδος που παράγεται στις τροπικές αποικίες της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ίχνη από περίτεχνα έργα αξίας, πίνακες ζωγραφικής, αντικείμενα από χρυσό και ασήμι, λεηλατημένα από τον χρόνο και τους επιτήδειους κλέφτες.
Ο άντρας κάθεται σε έναν από τους καναπέδες. Σ’αυτόν απέναντι από το παράθυρο και κοιτάει έξω. Η καρδιά του σταματά, το δέρμα του ασπρίζει, το σώμα του παγώνει και τα μάτια του γουρλώνουν… Μια σκοτεινή φιγούρα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς χαρακτηριστικά, χωρίς χέρια ή πόδια, μόνο ένα κενό εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται δύο ανθρώπινα μάτια. Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι ο άνδρας να συνέλθει και να καταλάβει πως αυτό που κοιτάει δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια σκιά, πιθανώς από κάποιο αντικείμενο στον διαλυμένο κήπο, που κάποτε ήταν ένα αξιοθαύμαστο έργο γλυπτικής.
Η σκιά χάνεται έπειτα από μια δυνατή βροντή και δεν ξαναεπιστρέφει.
*τακ*
*τακ*
*τακ*
Τρία χτυπήματα ακούγονται από τον δεύτερο όροφο του σπιτιού και ακολουθούνται από το τρίξιμο των σανίδων του πατώματος. Ο άντρας σηκώνει το κεφάλι του και προσπαθεί να κατανοήσει την κατεύθυνση του ήχου. Μια ακόμη βροντή βγάζει τον άντρα από την παράνοια του. Σκουπίζει το μέτωπο του με το λευκό μαντήλι που είχε στην δεξιά τσέπη του παλτού του. Προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό του. Θα ήταν κάποιο τρωκτικό ή κάποια γάτα που τρόμαξε από τους κεραυνούς. Σκέφτηκε…
Κατεβάζει απαλά το μαντίλι από το πρόσωπο του, ήρεμος πλέον. Τελικά, όλες οι φήμες που είχε ακούσει για το ποιόν του κτιρίου ήταν ψέματα. Βάζει το μαντίλι πίσω στην τσέπη του. Γυρνάει προς την είσοδο του σαλονιού, έτοιμος να φύγει. Η ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας που είχε χάνεται όταν αντικρίζει την ίδια σκοτεινή φιγούρα, που είχε δει πριν στο παράθυρο να ορθώνεται μπρος του.
Μια λεπτοκαμωμένη σιλουέτα, με κατάμαυρο δέρμα με μια υφή σαν άνθρακα, μακριά, ίσια, μαύρα μαλλιά, ταλαιπωρημένα και βρώμικα, γεμάτα λάσπες, όπως και η υπόλοιπη. Δεν φορούσε ρούχα παρά μόνο ένα λεπτό στρώμα μαύρου καπνού που μόλις κάλυπτε τα γυναικεία μέρη του σώματος της. Το κεφάλι της σκυφτό, κοιτούσε κάτω. Έσταζε, η στάση της εξουθενωμένη, σαν να περπατούσε για ώρες. Απότομα υψώνει το κεφάλι της και κοιτάζει κατευθείαν στην ψυχή του άντρα και ορμά πάνω του χωρίς καθυστέρηση.
Ο άντρας απεγνωσμένα προσπάθησε να τραβήξει το μικρό πιστόλι που είχε στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του, αλλά μάταια καθώς η φιγούρα ήταν πάνω του σε κλάσματα δευτερολέπτων. Η κραυγή αγωνίας του ήταν το τελευταίο πράγμα που βγήκε ποτέ από το στόμα του.
Η καταιγίδα, σώπασε και τα σύννεφα διαλύθηκαν. Τον ήχο της βροχής και των αστραπών αντικατέστησαν ο ήχος του απαλού βοριά και των γρύλων, ενώ τα σύννεφα έδωσαν την θέση τους στο λαμπρό φεγγάρι.
Κείμενο: Τάσος Μποζατζής
Artwork: Ξένια Παραστατίδου