Qualia
Επιπλέεις ήρεμα στο νερό. Κλείνεις τα μάτια σου και συγκεντρώνεσαι στο σώμα σου. Νιώθεις όλο το βάρος σου να αντισταθμίζεται από την άνωση και χάνεις την αίσθηση του χώρου. Ξαφνικά κάτι αρπάζει τον αστράγαλό σου και σε τραβάει βίαια προς τα μέσα. Δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις. Έχεις βυθιστεί στο νερό, χωρίς να έχεις πάρει καλή ανάσα. Προσπαθείς μάταια να ξεφύγεις μέσα στην ταραχή σου. Και κατευθύνεσαι όλο και πιο βαθιά.
Περιμένεις το λεωφορείο στην στάση. Έχει πάει οχτώ. Βρέχει αρκετά αλλά δεν έχει αέρα. Έχει περάσει εκείνο το απότομο ξέσπασμα και τώρα βρέχει ίσα ίσα για να σε νανουρίζει ο ήχος των σταγόνων. Ο ουρανός σκοτεινός, ένα πολύ σκούρο μπλε, το μεγαλείο του οποίου σπάει από τις έντονες πορτοκαλί λάμπες που φέγγουν τον δρόμο. Στέκεσαι κάτω από το υπόστεγο. Ακούς τα μουρμουρητά των παραδίπλα, τα μαχαιροπίρουνα στην λέσχη και τα αυτοκίνητα που περνούν περιστασιακά από τον δρόμο. Νιώθεις μια βαθιά ηρεμία. Αφήνεις το κρύο να σε διαπεράσει, συμφιλιώνεσαι σχεδόν μαζί του, σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Τις σκέψεις σου έρχεται να διακόψει το λεωφορείο, το οποίο ακινητοποιείται απέναντι από την στάση. Αφήνεις χώρο μπροστά από την πόρτα για να περάσουν οι υπόλοιποι και επιβιβάζεσαι. Το σκηνικό τώρα είναι διαφορετικό. Γκρίζες, ψυχρές επιφάνειες με αυστηρά σχήματα και γωνίες. Το θαμπό λευκό φως δίνει ενδιαφέρον στην ατμόσφαιρα, σε κάνει να νιώθεις ότι αυτό το λεωφορείο δεν θα σε αφήσει σπίτι σου, αλλά σε κάποια άγνωστη κρύπτη της πόλης, σε ένα μέρος που δεν έχεις ξαναδεί. Η μηχανή του οχήματος μουγκρίζει, διαταράσσοντας την ηρεμία πολλών, όμως εσένα σου δίνει την αίσθηση της ασφάλειας και της οικειότητας.
Νιώθεις να πνίγεσαι και να πέφτεις με τεράστια ταχύτητα. Βρίσκεσαι μέσα σε μια σταγόνα βροχής, έρμαιο του ανέμου και της βαρύτητας. Δεν έχεις έλεγχο ούτε της κατεύθυνσης, ούτε της ταχύτητάς σου. Αλλάζεις μανιωδώς πορεία καθώς σε παρασέρνει ο αέρας. Είσαι εγκλωβισμένος, ζαλίζεσαι, δεν μπορείς να ανασάνεις. Μέσα στην παράλυσή σου, ελπίζεις μόνο η πτώση σου στο έδαφος να μην είναι θανατηφόρα.
Είναι 6:45. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και σηκώνεσαι από τα ζεστά σου σκεπάσματα. Σου αρέσει να ξυπνάς νωρίς. Οι περισσότεροι κοιμούνται κι έτσι έχει μια ησυχία που δεν βρίσκεις άλλη στιγμή μέσα στην μέρα. Πλένεις το πρόσωπό σου με ζεστό νερό και τεντώνεσαι. Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη για λίγο. Δεν εντυπωσιάζεσαι με αυτό που βλέπεις, αλλά δεν νιώθεις και άσχημη. Κατευθύνεσαι προς την κουζίνα και γεμίζεις τον βραστήρα με νερό. Διαλέγεις από το ντουλάπι ένα τσάι με βανίλια, φουντούκι και καραμέλα. Σου αρέσει γιατί σου δίνει μια ζεστασιά και μια θαλπωρή. Παίρνεις μια μπλε διαφανή κούπα και περιμένεις το νερό να βράσει. Πηγαίνεις προς το παράθυρο. Ο ήλιος αρχίζει διαστακτικά να δείχνει τις πρώτες του αχτίδες για την μέρα. Η ανατολή κρύβει μέσα της κάτι τόσο γαλήνιο, σχεδόν εσωστρεφές. Κι ο περισσότερος κόσμος το χάνει αυτό το θέαμα, σκέφτεσαι. Ο βραστήρας σε ενημερώνει με το χαρακτηριστικό του κλακ ότι το νερό έχει βράσει. Ετοιμάζεις το τσάι σου και επιστρέφεις στο παράθυρο για να απολαύσεις και πάλι τον ουρανό. Το τσάι αχνίζει και κρύβει ένα μέρος του οπτικού σου πεδίου, όμως ακόμη κι αυτό βρίσκει την θέση του ταιριαστά στην σκηνή και την αγκαλιάζει.
Όλο σου το σώμα καίει. Οι ανάσες σου γίνονται όλο και πιο βαριές. Νιώθεις μια τεράστια πίεση γύρω σου, καθώς όλο και περισσότερες σταγόνες από το τσάι σε προσπερνούν και εξατμίζονται. Προσπαθείς να φτάσεις στα τοιχώματα της κούπας μήπως καταφέρεις να γραπωθείς από εκεί και να σωθείς. Αγχώνεσαι, βιάζεσαι, οι παλμοί σου ανεβαίνουν. Το άγχος σου είναι λες και πυροδοτεί κι άλλη πίεση, κι άλλον ατμό, κι άλλες σταγόνες να σε εγκαταλείπουν. Είσαι κουρασμένη αλλά πρέπει να συνεχίσεις, πρέπει να προλάβεις.
Έχει φτάσει απόγευμα. Αρχές Σεπτέμβρη. Κάθεσαι με την παρέα σου στην παραλία. Βρίσκεστε σε μια ανοιχτωσιά με κόκκινα βράχια, αρκετά μακριά από τις υπόλοιπες παραλίες. Έχετε ανάψει μια φωτιά στην μέση και μαζευτήκατε γύρω γύρω. Συζητάτε για τα πλάνα σας για το φθινόπωρο, θυμάστε ιστορίες από τα προηγούμενα καλοκαίρια και γελάτε. Έχει κρασί. Επέμενες να πάρετε σαγκριά αλλά δεν σε άκουσαν. Βλέπεις τα πρόσωπα όλων μέσα από τις φλόγες και σκέφτεσαι πόσο άνετα νιώθεις μαζί τους, πόσο έντονα σε κάνουν να απολαμβάνεις την στιγμή. Τα γέλια και οι φωνές τους μπλέκονται με τον ήχο από το σπινθήρισμα της φωτιάς και τον απαλό κυματισμό της θάλασσας. Ο ουρανός έχει αυτό το ήσυχο γαλάζιο, σχεδόν γκρι χρώμα, λες και χαίρεται κι αυτός μαζί σας, και μπορείς να διακρίνεις πού και πού από κανένα μικρό ροζ σύννεφο. Αφήνεσαι στην στιγμή, δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ, νιώθεις μια απλή αλλά πεντακάθαρη ξεγνοιασιά.
Κοιτάς παντού γύρω σου και αντικρίζεις το ίδιο κενό. Είσαι μόνος μέσα στα βάθη της θάλασσας. Δεν φυσάει, ούτε έχει κύματα, όμως πίσω από την ήρεμη σκηνή κρύβεται ο πανικός και η απεγνωσμένη προσπάθεια για σωτηρία. Δεν ξέρεις προς τα πού να κολυμπήσεις, όλες οι κατευθύνσεις φαίνονται ίδιες. Νιώθεις μικροσκοπικός μπροστά στον ωκεανό που απλώνεται γύρω σου και φοβάσαι πως οποιαδήποτέ σου κίνηση είναι τελείως άσκοπη. Μένεις στάσιμος. Έχεις όλο τον χώρο που θα μπορούσες ποτέ να ζητήσεις για να κινηθείς, κι όμως μένεις στάσιμος στο ίδιο σημείο.
Είστε και οι δύο καθιστοί στο κρεβάτι. Εσύ οκλαδόν, κοντά στην κάτω άκρη, κι εκείνος πιο απλωμένος, με την πλάτη ακουμπισμένη στο κεφαλάρι. Δεν μιλάτε, όμως η ησυχία γεμίζει το δωμάτιο οικειότητα και εμπιστοσύνη. Εκείνος παίζει με τον γάτο σας που μπήκε πριν από λίγο στο δωμάτιο, ενώ εσύ τους παρατηρείς. Είναι πρωί, κατά τις δέκα, και το φως του ήλιου τυλίγει διάπλατα το δωμάτιο. Παρατηρείς τα μαλλιά του, τον τρόπο που φωτίζονται έτσι όπως κάθεται. Σου σκάει ένα χαμόγελο και τώρα πιάνεις τον εαυτό σου να περιεργάζεται όλο του το πρόσωπο. Μετά από λίγο γυρνάς και πάλι το βλέμμα σου ευθεία, προς την πόρτα. Ξαναζείς στο μυαλό σου τις όμορφες στιγμές που έχεις περάσει μαζί του. Αναλογίζεσαι πόσο καλά τον ξέρεις και πόσο καλά σε ξέρει αυτός, πόσο πολύ σε έχει αλλάξει. Είναι ο μόνος άνθρωπος που είχε την υπομονή να σε γνωρίσει με το μαλακό και να δει πίσω από την εσωστρέφεια που σε προστατεύει. Και επίσης ο μόνος που έχει μάθει να διαβάζει τόσο καλά τα συναισθήματά σου και βρίσκει πάντα τρόπο να απαλύνει τον πόνο σου.
Πνίγεσαι, ασφυκτιάς κάτω από τα βαριά παπλώματα. Δεν μπορείς να τα σηκώσεις από πάνω σου, νιώθεις αδύναμη. Όμως ακόμη περισσότερο πνίγεσαι από τις σκέψεις σου. Το μυαλό σου γυρίζει συνεχώς, χωρίς να καταφέρνει να κρατηθεί σε μία σκέψη. Τυλίγεσαι ακόμη περισσότερο για να κρύψεις την ευάλωτη εικόνα σου. Κλαις σιωπηλά, και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρεις γιατί. Αρχίζεις να τρέμεις, αλλά προσπαθείς αμέσως να το σταματήσεις για να μην ξυπνήσει το πρόσωπο δίπλα σου. Δεν σε παίρνει ο ύπνος. Ξεφυσάς όσο πιο ήσυχα μπορείς και του γυρνάς πλάτη. Δεν τολμάς να τον κοιτάξεις. Το μυαλό ακόμη τρέχει, κι εσύ ακόμη ψάχνεις καταφύγιο.
Έχεις μισοξαπλώσει στον καναπέ. Τα φώτα είναι χαμηλωμένα και εσύ έχεις βολευτεί κάτω από την κουβέρτα και διαβάζεις το βιβλίο σου. Δεν έχει βέβαια και τόση σημασία το αν έχεις βολευτεί, γιατί τώρα δεν βρίσκεσαι στον πραγματικό κόσμο, αλλά στον κόσμο του βιβλίου. Όλες οι αισθήσεις σου έχουν αποσιωπηθεί. Εδώ τα όρια του υπαρκτού είναι θολά. Αναγνωρίζεις στιγμιαία την φυσική σου υπόσταση, αλλά δεν την αφήνεις να επικρατήσει και χάνεσαι πάλι ανάμεσα στις λέξεις. Σου συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζεις, και κάθε φορά είναι το ίδιο συναρπαστικό, ίσως και λίγο τρομακτικό. Χάνεις προσωρινά την ταυτότητά σου και αποκτάς μια άλλη, διαφορετική, σε έναν κόσμο με διαφορετικούς κανόνες. Δεν νιώθεις καμία δέσμευση, όλα είναι τόσο εύπλαστα και ευέλικτα. Γίνεσαι ένα με τους χαρακτήρες. Νιώθεις ό,τι νιώθουν, περνάς τα πάθη τους και ζεις τις εμπειρίες τους. Για μερικές στιγμές όλα είναι διαφορετικά. Είσαι σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, κι όμως όλα φαίνονται τόσο πραγματικά.
Ο καιρός περνάει κι εσύ διαβάζεις βιβλία. Γνωρίζεις νέους κόσμους. Την μία βρίσκεσαι στην επαρχία της Ιρλανδίας του 1950, την άλλη ζεις μια πλούσια ζωή στην σύγχρονη Νέα Υόρκη. Αλλάζεις συνεχώς χαρακτήρες και, όταν επιστρέψεις στην πραγματικότητα, βλέπεις ότι κάποια πράγματα εξακολουθούν να υπάρχουν.
Η αλήθεια σου δεν είναι τίποτα πέρα από ένα κολάζ στοιχείων από άλλες αλήθειες.
Σκέφτεσαι ότι όλα ήταν μια ψευδαίσθηση. Ποτέ δεν σε τράβηξε κανείς μέσα στο νερό για να σε πνίξει, ούτε βρέθηκες ποτέ σε μια σταγόνα βροχής ή -αν είναι δυνατόν- μέσα σε μια κούπα τσάι. Είναι σουρεάλ, δεν ανήκει στα πλαίσια της πραγματικότητας. Δεν έχεις βρεθεί ποτέ στην μέση του ωκεανού, ούτε σε έπνιξαν κανένα βράδυ τα ίδια σου τα παπλώματα.
Κι όμως, κι όμως νιώθεις ότι δεν είναι ψευδαίσθηση. Γιατί αισθάνεσαι μια ταύτιση με αυτές τις καταστάσεις. Είναι μέρος σου. Όπως μέρος σου είναι τότε που βρισκόσουν στην Ιρλανδία, ή στην Νέα Υόρκη, ή σε εκείνη την παράξενη βιβλιοθήκη που σου επέτρεπε να ξαναζήσεις την ζωή σου από την αρχή.
Όσο πραγματική είναι η σκηνή που περιμένεις το λεωφορείο στην βροχή, άλλο τόσο πραγματική είναι αυτή στην οποία είσαι η βροχή. Θυμάσαι το γαλήνιο ξημέρωμα που έπινες τσάι μπροστά στο παράθυρο, αλλά θυμάσαι και τότε που έκαιγες ολόκληρη μέσα στο άγχος και την βιασύνη.
Δεν είσαι ένα πρόσωπο, ούτε ζεις μία ζωή σε ένα μέρος και έναν χρόνο. Είσαι ένας μοναδικός συνδυασμός από όλα τα πρόσωπα, όλων των εποχών και τόπων, καταγεγραμμένων και μη, ρεαλιστικών ή εξωφρενικά παράλογων. Κι ούτε η πραγματικότητά σου είναι μία. Είναι αυτά που κάνεις και βλέπεις και μπορούν οι άλλοι να παρατηρήσουν σε σένα, αλλά είναι και όλα εκείνα που σκέφτεσαι και νιώθεις και ζεις βαθιά εσωτερικά, και σε κάνουν το άτομο που είσαι. Εμπρός, δοκίμασε να αρνηθείς κάποιο από τα δύο, και θα μείνεις λειψός. Οι φιλόσοφοι αυτά τα λένε qualia. Είναι αυτά που κάνουν το μπλε μπλε, σου επιτρέπουν να νιώθεις την μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ και σε κάνουν να δένεσαι με ανθρώπους. Είσαι ένα υπέροχο, μοναδικό, ιδιαίτερο και λαμπρό μάτσο qualia.
======================================================================
I also highly recommend: There's No Such Thing As Orange by exurb1a
Artwork: Μαριάνθη Ανδριώτη