Το χαμόγελο που κράτησε για μια ολόκληρη ζωή
Κάπου πολύ μακριά από εκεί που μάλλον βρίσκεσαι εσύ, σε μέρος που από τη φαντασία θα μπορούσε ίσως να είχε βγει, σε χρόνο μάλλον πολύ μακρινό από το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, ζούσε ένα κορίτσι. Ήταν πολύ ήσυχο και ευγενικό, όμως είχε τον τρόπο του να ξεχωρίζει και να τραβάει τα βλέμματα. Βλέπεις είχε το πιο όμορφο χαμόγελο που έχεις δει στη ζωη σου. Κάθε φορά που τα ροζ και ζουμερά της χείλη χαμογελούσαν, το πρόσωπό της πλημμυριζόταν απο μια λάμψη, που όμοια της δεν έχεις δει. Αυτό ήταν που την έκανε ξεχωριστή από όλους τους άλλους ανθρώπους. Χαμογελούσε με όλη της την ψυχή, χωρίς να υποκρίνεται, χωρίς να ειρωνεύεται. Απλά χαμογελούσε. Ένα της μειδίαμα ήταν αρκετό για να σε τραβήξει προς το μέρος της. Ένα της μειδίαμα ήταν αρκετό για να έχει ό,τι θέλει, για να έχει όποιον θέλει.
Ένα της μειδίαμα ήταν αρκετό για να γίνεις ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Σπάνια το χρησιμοποιούσε για να κερδίσει κάτι εκείνη. Χαμογελούσε γιατί το ένιωθε. Χαμογελούσε για να κάνει τους άλλους χαρούμενους.
Πέρασαν πολλοί άνθρωποι από τη ζωή της, αλλά κάθονταν λίγο. Κάθονταν μέχρι να πάρουν όση περισσότερη χαρά μπορούσαν και μετά έφευγαν. Έφευγαν γιατί δήθεν βαρέθηκαν την τόση ησυχία του κοριτσιού. Όμως αυτοί έφευγαν για να ζήσουν τη δική τους ζωή, χαρούμενοι πλέον, μακριά από το κορίτσι. Το κορίτσι το ήξερε, γιατί είχε την κατάρα του να θέλει μόνο το καλό των άλλων, την καταρα του να είναι υπερβολικά καλός και ευγενικός άνθρωπος, την κατάρα του να σιωπά. Δεν θα άντεχε να δει κάποιον στεναχωρημένο και να ξέρει πως
εκείνη είναι ο λόγος.
Αυτό συνεχιζόταν χρόνια πολλά, όμως κάποια στιγμή σταμάτησε. Σταμάτησαν να περνάνε άνθρωποι από τη ζωή της. Ο χρόνος είχε αλλάξει πολύ το κορίτσι. Ο χρόνος είχε αλλάξει τα πάντα πάνω της. Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει, το πρόσωπο της είχε γεμίσει ρυτίδες, τα βλέφαρα της είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Ακόμα και αυτό που λάτρευε πιο πολύ από όλα πάνω της είχε αλλάξει. Τα ζαρωμένα και θαμπά πλέον χείλη της είχαν μετατρέψει το ζωντανό και λαμπερό της χαμόγελο σε έναν κουρασμένο, κενό μορφασμό, που κανένας δεν ήθελε να βλέπει. Λύπη και πόνο έβλεπαν όλοι οι άνθρωποι σε αυτό. Το χαμόγελό της δεν μοίραζε χαρά, αλλά δυστυχία.
Ο πόνος που ένιωθε το κορίτσι ήταν αβάσταχτος. Ένιωθε πόνο, γιατί δεν μπορούσε να μοιράσει πλέον ό,τι μοίραζε τόσα χρόνια μέσα από τα βάθη της καρδιάς της, χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Έκανε τους άλλους λυπημένους, έκανε τους άλλους δυστυχισμένους. Και ήξερε πως εκείνη ήταν ο λόγος, γιατί πέρασε μια ολόκληρη ζωή χωρίς να έχει χαμογελάσει στον εαυτό της.
Artwork : Ελένη Θεοχάρη