Το χωριό
Μικραίνει η πόλη οπίσω μου.
Για ακόμη μια φορά διασχίζω αυτούς τους δρόμους, παλιοί όσο και οι αναμνήσεις μου. Στον ορίζοντά μου ξεφυτρώνουν τα ίδια τοπία που αντίκριζαν τα παιδικά μου μάτια. Ένας ξερότοπος σπαρμένος με βιομηχανικές μονάδες, συνεργεία και καταστήματα. Οι στύλοι φωτισμού σαν δενδροστοιχίες, εμφανίζονται και εξαφανίζονται αμέσως, σιωπηλές, διότι είναι πρωί ακόμη. Πότε πότε στο βάθος αποκαλύπτεται κάποιος οικισμός, κάποιο χωριουδάκι. Μα ποτέ δεν πλησιάζουμε, μας κρατά σε απόσταση ο δρόμος διότι μας ξέρει.
Γνωρίζει ο δρόμος πως μέσα σε αυτόν τον ξερότοπο οι ταξιδευτές του αναζητούν πολύ περισσότερο την υψηλή καπνοδόχο και τη ταμπέλα για αγροτικά ανταλλακτικά, παρά φιλόξενες αυλές και μονοκατοικίες. Παλιότερα πίστευα πως αυτή η έλλειψη φροντίδας και η αποστροφή στην ομορφιά ήταν σημάδια παρακμής, μα πλέον διαπιστώνω πως δεν είναι έτσι. Αυτός ο ξερότοπος είναι καμωμένος ακριβώς όπως τον θέλουμε και πολύ περισσότερο μεριμνούμε – και πετυχαίνουμε – να μας είναι άσχημος παρά οι γειτονιές μας όμορφες. Δεν μας ενδιαφέρει να είναι όμορφος, αλλά τον χρειαζόμαστε να κάνει τη δουλειά μας. Και είναι συγκλονιστικό να συνειδητοποιείς πόσο ζωηρός πραγματικά είναι. Πόση ζωντάνια μας χαρίζει – διακριτικά – τούτη η χλωμή φυσιογνωμία.
Εμφανίζονται και εξαφανίζονται οι στύλοι φωτισμού, μια επανάληψη χρήσιμη για να εγκλιματιστεί το μυαλό. Αφού περάσω το λατομείο θα με υποδεχτεί το χωριό. Χωριό, μια λέξη που ασκεί μια παράξενη βαρύτητα μέσα μου. Χωριό, ένα κεφάλαιο που άλλοτε – όντας μικρό παιδί – χωνόταν οργανικά στις σελίδες της καθημερινότητάς μου, μα πλέον ενσωματώνεται με τρόπο αμήχανο στην κεντρική μου αφήγηση. Αμηχανία, και αυτή θα ξεχαστεί σύντομα ωστόσο, μαζί με όλο το περιττό λεξιλόγιο της πόλης. Αυτός είναι ο ρόλος του χωριού στις σελίδες μου, να τις αποφορτίζει. Χωριό ένας τόπος φιλόξενος στις αναμνήσεις μου φιλόξενος σαν καταφύγιο όλα κινούνται διαφορετικά εδώ ο χρόνος οι δουλειές οι άνθρωποι οι σκέψεις και εγώ ο ίδιος είναι ένας τόπος μοναχικός και τόσο αλλιώτικος δεν μοιάζει πλέον με αυτό που ήταν παλιότερα πολύ περισσότερο νοιώθω πως άλλαξε το χωριό παρά η πόλη πρωινό ξύπνημα ο ήλιος μόλις ανέτειλε η μηχανή τη φασαρία της δρόμος ανώμαλος στο βάθος βρίσκεται ο βάλτος τα χωράφια πιο βαθιά και το νερό του βάλτου ζέχνει αυτό το νερό πίνουν οι καλλιέργειες δουλειά σήμερα πολύ δουλειά κινήσεις μηχανικές και λίγη σκέψη και ελάχιστη ομιλία το αναλγητικό της πόλης εδώ βρίσκεται σε ένα χωράφι γεμάτο μπάλες τριφυλλιού σήκωσε φόρτωσε σήκωσε φόρτωσε το σώμα δυσκολεύεται να συνηθίσει και δε του αρέσει μα έχει μάθει μέσα στα λίγα χρόνια θυσιάζεται το σώμα για το μυαλό και δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα δημιουργικό σήκωσε φόρτωσε ταίριαξε τίποτα ιδιαίτερα όμορφο σήκωσε φόρτωσε ταίριαξε μήπως είναι όμορφο; το τρακτέρ κινείται σκόνη και χώμα σύννεφο τον βάλτο πίσω μας αφήνουμε αποθήκη σήκωσε ξεφόρτωσε σήκωσε ξεφόρτωσε δε θα γνωρίσω πολλές περιπλοκότητες μετά ντους μετά φαγητό μετά ύπνος μετά δουλειά κήπος μετά καφενείο και επισκέψεις θα καθίσει ο νονός και θα τα πουν με τον μπαμπά δε θα μιλήσω μου αρέσει να μιλάω αλλά όχι τώρα τώρα δε θέλω να μιλάω μετά φαγητό μετά ύπνος ύπνος ύπνος ξημέρωσε επιστροφή στο χωράφι και επανάληψη επανάληψη επανάληψη δεν απέμειναν πλέον άνθρωποι στο χωριό μα είναι ωραίο μέσα στην εγκατάλειψη δε μου θυμίζει την πόλη ψάχνω καταφύγιο από το γρήγορο στο τόπο που δέχεται τις πιο γρήγορες αλλαγές περπατώ ξυπόλητος λερώνομαι μου αρέσει αυτό δε μου θυμίζει την πόλη πίεση αλλά όχι πρόγραμμα δουλεύουμε για μας πιεζόμαστε για μας γείτονες ηλικιωμένοι και μεσήλικες που εργάζονται στο βάλτο στα χωράφια κάτι κάτι το ανακουφιστικό έχει αυτό έξω από τη σφαίρα των συνομηλίκων πως σκέφτονται αυτοί; δε λένε ενδιαφέροντα πράγματα ούτε συγκλονιστικά κάποια πολύ απλοϊκά ωραίο και αυτό ώστε έτσι είναι αυτός ο τόπος φιλόξενος μήπως ξένος; Όταν αρχίσω να τον συνηθίζω μου γίνεται βαρύς και επιθυμώ την πόλη ακριβώς επειδή αυτή με έφτιαξε μου είναι οικεία δεν αρκεί η ομορφιά της μοναξιάς το ενεργητικό το ζωηρό, το αγχωτικό με καλούν. Βραδιάζει. Κλείνω την πόρτα του σπιτιού, μετά την εξώπορτα και ετοιμάζομαι να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Το διάλειμμα ήταν όμορφο και αναγκαίο, όμως δεν πρέπει να διαρκέσει πολύ.
Οι στύλοι φωτισμού με υποδέχονται, ένας ένας, ζωηροί μέσα στην άφεγγη νύχτα. Εκείνη τη στιγμή ανυπόμονο το μυαλό συλλογίζεται το πρόγραμμα των επόμενων ημερών: κουραστικό, αγχωτικό, ενδιαφέρον, ενεργητικό. Στο βάθος αντικρίζω ένα κόκκινο φως. Είναι ο πύργος της βιομηχανικής ζώνης. Πολύ σύντομα εμφανίζονται πιο έντονα φώτα στον ορίζοντα.
Είναι η πόλη που μπροστά μου μεγαλώνει.
Artwork: Χόρχε Κατσαβέλης